λαοσσόος: Difference between revisions
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λᾱοσσόος:''' [[σεύω]]<br /><b class="num">1)</b> [[поднимающий]] (на войну) народы, возбуждающий людей ([[Ἄρης]], [[Ἔρις]], [[Ἀθήνη]], [[Ἀμφιάραος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> собирающий людей (ἀγῶνες Pind.).<br />[[σῴζω]] спасающий людей, охраняющий народ (τείχεα Anth.). | |elrutext='''λᾱοσσόος:''' [[σεύω]]<br /><b class="num">1)</b> [[поднимающий]] (на войну) народы, возбуждающий людей ([[Ἄρης]], [[Ἔρις]], [[Ἀθήνη]], [[Ἀμφιάραος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[собирающий людей]] (ἀγῶνες Pind.).<br />[[σῴζω]] спасающий людей, охраняющий народ (τείχεα Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λᾱοσ-[[σόος]], ον<br /><b class="num">I.</b> (σεύὠ [[rousing]] or [[stirring]] nations, Hom.<br /><b class="num">2.</b> λαοσσόοι ἀγῶνες assemblies to [[which]] the [[people]] [[flock]], Pind.<br /><b class="num">II.</b> (σώζὠ preserving the [[people]] or nations, Anth. | |mdlsjtxt=λᾱοσ-[[σόος]], ον<br /><b class="num">I.</b> (σεύὠ [[rousing]] or [[stirring]] nations, Hom.<br /><b class="num">2.</b> λαοσσόοι ἀγῶνες assemblies to [[which]] the [[people]] [[flock]], Pind.<br /><b class="num">II.</b> (σώζὠ preserving the [[people]] or nations, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, (σεύω)
A rousing or stirring the nations, epithet of the war-deities Ares, Eris, Il.17.398, 20.48; of Athena, 13.128, Od.22.210; of Apollo, Il.20.79: also of men, as Amphiaraus, Od.15.244; of Electryon, Amphitryon, Hes.Sc.3,37; λαοσσόοι ἀγῶνες assemblies to which the people flock, Pi.P.12.24.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοσσόος: -ον, (σεύω) ἐξεγείρων, διεγείρων τὰ ἔθνη, ἐπίθ. τῶν πολεμικῶν θεοτήτων, τοῦ Ἄρεως, τῆς Ἔριδος, Ἰλ. Ρ. 398., Υ. 48· τῆς Ἀθηνᾶς, Ὀδ. Χ. 210, Ἰλ. Ν. 128· τοῦ Ἀπόλλωνος, Υ. 79· ὡσαύτως ἀνδρῶν, λαοσσόον Ἀμφιάραον Ὀδ. Ο. 244· τοῦ Ἠλεκτρύωνος, τοῦ Ἀμφιτρύωνος, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 3. καὶ 37· ― λαοσσόοι ἀγῶνες, συναθροίσεις εἰς ἃς οἱ λαοὶ συνέρχονται πολυπληθεῖς, Πινδ. Π. 12. 42· πρβλ. ἱπποσόας. ΙΙ. (σῴζω) διασῴζων, διατηρῶν τὸν λαὸν ἢ τὰ ἔθνη, Ἀνθ. Π. 9 689, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 31., η. 12. ― Παρ’ Ἡσυχ. εὕρηται καὶ «λαοσσοοῦσα, τουτέστι παρορμῶσα εἰς τὸν πόλεμον· ὅ ἐστιν ἐπίθετον Ἀθηνᾶς».
French (Bailly abrégé)
όος, όον;
qui pousse le peuple au combat.
Étymologie: λαός, σεύω.
Greek Monolingual
(I)
λαοσσόος, -ον, θηλ. και λαοσσοοῦσα (Α)
1. αυτός που υποκινεί ή ξεσηκώνει τον λαό («ὦρτο δ' Ἔρις κρατερή λαοσσόος», Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) το θηλ. λαοσσοοῦσα
προσωνυμία της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»), πρβλ. δημο-σσόος, κυνο-σσόος].
(II)
λαοσσόος, -ον (Α)
αυτός που διασώζει τον λαό, τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -σσόος (< σόος, ιων. τ. του επιθ. σῶος «σωτήριος, υγιής» (πρβλ. νηο-σσόος, τέκνο-σσόος). Τα σύνθ. αυτού του τύπου πιθ. να σχηματίστηκαν υπό την επίδραση τών σύνθ. σε -σσόος < σεύομαι (πρβλ. λαο-σσόος (Ι)].
Greek Monotonic
λᾱοσσόος: -ον (σεύω)·
1. αυτός που ξεσηκώνει, που εξεγείρει τα έθνη, σε Όμηρ.
2. λαοσσόοι ἀγῶνες, συναθροίσεις, στις οποίες συρρέει πολύς κόσμος, σε Πίνδ.
II. (σῴζω), αυτός που διασώζει, που διατηρεί την ακεραιότητα του λαού ή των εθνών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λᾱοσσόος: σεύω
1) поднимающий (на войну) народы, возбуждающий людей (Ἄρης, Ἔρις, Ἀθήνη, Ἀμφιάραος Hom.);
2) собирающий людей (ἀγῶνες Pind.).
σῴζω спасающий людей, охраняющий народ (τείχεα Anth.).
Middle Liddell
λᾱοσ-σόος, ον
I. (σεύὠ rousing or stirring nations, Hom.
2. λαοσσόοι ἀγῶνες assemblies to which the people flock, Pind.
II. (σώζὠ preserving the people or nations, Anth.