πληκτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πληκτίζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[драться]], [[бороться]] (τινι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> бить себя в грудь (γόῳ πλεκτίζετο [[μήτηρ]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[похлопывать]], [[шлепать]] ([[μετά]] τινος Arph.).
|elrutext='''πληκτίζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[драться]], [[бороться]] (τινι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[бить себя в грудь]] (γόῳ πλεκτίζετο [[μήτηρ]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[похлопывать]], [[шлепать]] ([[μετά]] τινος Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πληκτίζομαι]], only in pres.]<br />Dep.<br /><b class="num">I.</b> to [[bandy]] blows with one, c. dat., Il.<br /><b class="num">II.</b> to [[beat]] one's [[breast]] for [[grief]], Lat. plangere, Anth.<br /><b class="num">III.</b> to [[indulge]] in [[dalliance]], Strab.
|mdlsjtxt=[[πληκτίζομαι]], only in pres.]<br />Dep.<br /><b class="num">I.</b> to [[bandy]] blows with one, c. dat., Il.<br /><b class="num">II.</b> to [[beat]] one's [[breast]] for [[grief]], Lat. plangere, Anth.<br /><b class="num">III.</b> to [[indulge]] in [[dalliance]], Strab.
}}
}}

Revision as of 19:33, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληκτίζομαι Medium diacritics: πληκτίζομαι Low diacritics: πληκτίζομαι Capitals: ΠΛΗΚΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: plēktízomai Transliteration B: plēktizomai Transliteration C: pliktizomai Beta Code: plhkti/zomai

English (LSJ)

A bandy blows with one, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ' ἀλόχοισι Διός Il.21.499. II beat one's breast for grief, AP7.574 (Agath.). III toy amorously, μετὰ τῆς σῆς πυγῆς Ar.Ec.964; πρός τινα, πρὸς ἀλλήλους, Herod.5.29, Str.11.8.5, cf. D.C.46.18: abs., Id.51.12. IV Act. is only f.l. in Plu.2.735d.

German (Pape)

[Seite 633] fechten, streiten, zanken; mit Einem, τινί, Il. 21, 499; πρὸς ἀλλήλους, Strab. 11, 8, 5, wie Plut. Symp. 8, 10, 3, auch act., τὸ πληκτίζον, betäubend; – sich zum Zeichen der Trauer wiederholt an die Brust schlagen, plangere, Agath. 83 (VII, 574), – durch buhlerische Blicke reizen, anlocken, Ar. Eccl. 964, wo esiedoch wohl in derberem Sinne, u fassen. Vgl. π ληκτισμός.

Greek (Liddell-Scott)

πληκτίζομαι: ἀποθ., διαπληπτίζομαι, μάχομαί τινι, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ’ ἀλόχοισι Διὸς Ἰλ. Φ. 499. ΙΙ. πλήττω τὸ στῆθός μου ἐκ θλίψεως, Λατ. plangere, Ἀνθ. Π. 7. 574. ΙΙΙ. παίζω ἐρωτικῶς μετὰ τινος, ἀλλ’ ἐν τῷ σῷ βούλομαι κόλπῳ πληκτίζεσθαι μετὰ τῆς σῆς πυγῆς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 964· πλ. πρὸς ἀλλήλους Στράβ. 512· πρὸς γυναῖκα Δίων Κ. 46. 18· ἀπολ., ὁ αὐτὸς 51. 12· ― πρβλ. διαπληκτίζομαι. ΙV. τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται· διότι παρὰ Πλουτ. 2. 735D· τὸ πληκτίζον ἐκεῖνο καὶ μανικὸν διορθωτέον εἰς τὸ πληκτικόν, ὡς ἐν 367C, 693Β, Ἀθήν. 27Α.

English (Autenrieth)

(πλήσσω): contend with, inf., Il. 21.499†.

Greek Monolingual

Α
1. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ' ἀλόχοισι Διός», Ομ. Ιλ.)
2. χτυπάω με τα χέρια μου το στήθος θρηνολογώντας, στηθοδέρνομαι («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο μήτηρ», (Ανθ. Παλ.)
3. μτφ. κάνω ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές αψιμαχίες (α. «πληκτίζεσθαι μετὰ τῆς σῆς πυγῆς», Αριστοφ.
β. «πινόντων ἅμα καὶ πληκτιζομένων πρὸς ἀλλήλους ἅμα τε καὶ πρὸς τὰς συμπινούσας γυναῑκας», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ., κατά την πιθανότερη άποψη, έχει σχηματιστεί από το πλήσσω κατά τα ρ. σε -τίζω (πρβλ. λακτίζω). Δεν αποκλείεται, όμως, και η πιθανότητα να αποτελεί παρ. του πλήκτης.

Greek Monotonic

πληκτίζομαι: αποθ., μόνο στον ενεστ.·
I. διαπληκτίζομαι, συμπλέκομαι με κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
II. χτυπώ το στήθος μου από θλίψη, Λατ. plangere, σε Ανθ.
III. ερωτοτροπώ με κάποιον, σε Στράβ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πληκτίζομαι [πλήττω] slaags raken met; Il. 21.499; seks. stoeien. Aristoph. Eccl. 965.

Russian (Dvoretsky)

πληκτίζομαι:
1) драться, бороться (τινι Hom.);
2) бить себя в грудь (γόῳ πλεκτίζετο μήτηρ Anth.);
3) похлопывать, шлепать (μετά τινος Arph.).

Middle Liddell

πληκτίζομαι, only in pres.]
Dep.
I. to bandy blows with one, c. dat., Il.
II. to beat one's breast for grief, Lat. plangere, Anth.
III. to indulge in dalliance, Strab.