ἐπιθειάζω: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιθειάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> призывать богов в свидетели, клясться богами: τοσαῦτα ἐπιθειάσας Thuc. произнеся эти клятвы;<br /><b class="num">2)</b> заклинать богами (μὴ ποιεῖν τι Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[вдохнуть божественное начало]], [[придать божественную силу]] (τῷ λόγῳ Plut.); вдохновлять (ἀνθρώποις Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[приписывать божественную силу]], [[объявлять божественным знамением]] (τὰς πράξεις, ὀνείρατα καὶ φάσματα Plut.). | |elrutext='''ἐπιθειάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> призывать богов в свидетели, клясться богами: τοσαῦτα ἐπιθειάσας Thuc. произнеся эти клятвы;<br /><b class="num">2)</b> [[заклинать богами]] (μὴ ποιεῖν τι Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[вдохнуть божественное начало]], [[придать божественную силу]] (τῷ λόγῳ Plut.); вдохновлять (ἀνθρώποις Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[приписывать божественную силу]], [[объявлять божественным знамением]] (τὰς πράξεις, ὀνείρατα καὶ φάσματα Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to [[call]] [[upon]] in the [[name]] of the gods, to [[adjure]], [[conjure]], Lat. obtestari per deos, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[lend]] inspiration, τινί Plut. | |mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to [[call]] [[upon]] in the [[name]] of the gods, to [[adjure]], [[conjure]], Lat. obtestari per deos, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[lend]] inspiration, τινί Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:15, 19 August 2022
English (LSJ)
call upon in the name of the gods, adjure, conjure, τοσαῦτα ἐπιθειάσας Th. 2.75; ἐ. μὴ κατάγειν Id. 8.53; τῷ λόγῳ Plu. Them. 28.
II.inspire, τινί Id. 2.580d, 589d, Max.Tyr. 37.5.
b.abs., to be inspired, prophesy, DH. 1.31; acc. cogn., τοιαῦτα J. AJ 4.6.5.
2.ascribe to divine influence, τὰς πράξεις Plu. 2.579f, cf. Philostr. VS 1.10; treat with reverence, Arr. Epict. 4.1.108, Porph. Chr. 39.
German (Pape)
[Seite 942] 1) die Götter anrufen, beschwören; Thuc. 2, 75, wo es dem voranstehenden ἐς ἐπιμαρτυρίαν θεῶν κατέστη entspricht; ἐπιθειαζόντων μὴ κατάγειν, bei den Göttern schwörend, daß sie ihn nicht zurückrufen würden, 8, 53; vgl. Plut. Cam. 18; a. Sp. – 2) göttliches Ansehen geben; ταῦτ' εἰπὼν Θεμιστοκλῆς ἐπεθείασε τῷ λόγῳ διελθὼν τὴν ὄψιν Plut. Them. 28; τὸ δαιμόνιον ἐπιθειάζον ταῖς αὐτοῦ προαιρέσεσι Plut. Gen. Socr. 10; οἱ δὲ ὡς θεοφιλεῖς εἶναι δοκοῖεν, ἐπιθειάζουσι τὰς πράξεις, ὀνείρατα καὶ φάσματα προϊστάμενοι ib. 9, mit göttlichem Glanze umgeben; οἱ δὲ πολλοὶ καταδαρθοῦσιν οἴονται τὸ δαιμόνιον ἀνθρώποις ἐπιθειάζειν, eingeben, ib. 20; – τόπος ἐπιτεθειασμένος, ein geweihter Ort, Poll. 1, 15, wie ἀνήρ, 1, 20. – Auch = in göttlicher Begeisterung ausrufen, prophezeien, ὡς ἡ Θέμις αὐτοῖς ἐπιθειάζουσα ἔφραζεν D. Hal. 1, 31, a. Sp.; – ἐπιτεθειασμένως, Poll. 1, 16.
French (Bailly abrégé)
1 prendre les dieux à témoin, jurer au nom des dieux;
2 donner un air ou un caractère divin : λόγῳ PLUT à un discours ; πράξεις PLUT à des actions ; inspirer, τινι.
Étymologie: ἐπί, θειάζω.
Greek Monolingual
ἐπιθειάζω (Α)
1. επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες («τοσαῦτα ἐπιθειάσας καθίστη ἐς πόλεμον τὸν στρατόν», Θουκ.)
2. εξορκίζω («έπιθειαζόντων μή κατάγειν», Θουκ.)
3. εμπνέω
4. προφητεύω
5. αποδίδω κάτι σε θεία έμπνευση («ἐπιθειάζουσι τὰς πράξεις», Πλούτ.)
6. παρουσιάζω κάτι ως θέλημα θεού
7. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. επιθεάζω, παράλλ. τ. του επιθειάζω].
Greek Monotonic
ἐπιθειάζω: μέλ. -σω,
I. επικαλούμαι το όνομα των θεών ή καλώ τους θεούς ως μάρτυρες, εξορκίζω, εκλιπαρώ, επικαλούμαι πνεύμα, ικετεύω, Λατ. obtestari per deos, σε Θουκ.
II. παρέχω έμπνευση, τινί, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθειάζω:
1) призывать богов в свидетели, клясться богами: τοσαῦτα ἐπιθειάσας Thuc. произнеся эти клятвы;
2) заклинать богами (μὴ ποιεῖν τι Thuc.);
3) вдохнуть божественное начало, придать божественную силу (τῷ λόγῳ Plut.); вдохновлять (ἀνθρώποις Plut.);
4) приписывать божественную силу, объявлять божественным знамением (τὰς πράξεις, ὀνείρατα καὶ φάσματα Plut.).
Middle Liddell
fut. σω
I. to call upon in the name of the gods, to adjure, conjure, Lat. obtestari per deos, Thuc.
II. to lend inspiration, τινί Plut.