ζοφώδης: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ζοφώδης:''' потемневший, мрачный, темный Arst., Plut., Anth. | |elrutext='''ζοφώδης:''' [[потемневший]], [[мрачный]], [[темный]] Arst., Plut., Anth. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ζοφώδης -ες [ζόφος –ειδης] met donkere kleur. Hp. | |elnltext=ζοφώδης -ες [ζόφος –ειδης] met donkere kleur. Hp. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:49, 20 August 2022
English (LSJ)
ες,= A ζοφοειδής, οὖρον Hp.Coac.570; θάλαττα Arist.Pr. 944b22; ἀήρ ib.946a34 (Sup.), cf. Vett. Val.312.32; (σελήνη) Thphr. Sign.12; Βόσπορος Str.1.2.9; Εὖρος App.Hann.20; opaque, Cleom. 1.4.
German (Pape)
[Seite 1140] ες, dunkel, Hdn. 1, 8, 12; νέκυς Crinag. 36 (VII,380).
Greek (Liddell-Scott)
ζοφώδης: -ες, = ζοφοειδής, Ἱππ. 213C, Ἀριστ. Προβλ. 26, 37, 53.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
obscur, trouble.
Étymologie: ζόφος, -ωδης.
English (Slater)
ζοφώδης ?
1 dark Σ (O. 7.86), ἔφη ὁ Πίνδαρος νεφέλην τὴν ὕδωρ ἔχουσαν ζοφώδη fr. 302.
Greek Monolingual
-ες (AM ζοφώδης, -ες) ζόφος
αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, σκοτεινός, ζοφερός
μσν.
μτφ. αυτός που είναι βυθισμένος στο σκοτάδι της πλάνης και της αμάθειας, γεμάτος προκαταλήψεις, αμόρφωτος, αδιαφώτιστος.
Russian (Dvoretsky)
ζοφώδης: потемневший, мрачный, темный Arst., Plut., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζοφώδης -ες [ζόφος –ειδης] met donkere kleur. Hp.