αὐτοετής: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αὐτοετής:''' относящийся к тому же году, того же года Arst.
|elrutext='''αὐτοετής:''' [[относящийся к тому же году]], [[того же года]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔτος]]<br />in or of the [[same]] [[year]]: adv. αὐτόετες, in the [[same]] [[year]], [[within]] the [[year]], Od.
|mdlsjtxt=[[ἔτος]]<br />in or of the [[same]] [[year]]: adv. αὐτόετες, in the [[same]] [[year]], [[within]] the [[year]], Od.
}}
}}

Revision as of 10:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοετής Medium diacritics: αὐτοετής Low diacritics: αυτοετής Capitals: ΑΥΤΟΕΤΗΣ
Transliteration A: autoetḗs Transliteration B: autoetēs Transliteration C: aftoetis Beta Code: au)toeth/s

English (LSJ)

ές, (ἔτος) A in or of the same year, of trees, αὐτοετεῖς αὐαίνονται Thphr.HP3.7.1; ἔριφος J.AJ3.9.3. Adv. αὐτοετές within the year, Od.3.322, D.C.36.37; γεννᾶν Arist.HA562b12; at one year old, ὀχεύεσθαι ib.545a24.

German (Pape)

[Seite 397] ές (ἔτος), in, von demselben Jahre, heurig, Arist.; Theophr. – Adv. αὐτόετες, in demselben Jahre, in Jahresfrist, Od. 3, 322.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοετής: -ές, (ἔτος), τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἐν τῷ αὐτῷ ἔτει, ἐνιαύσιος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14. 10· αὐτοετεῖς αὐαίνονται Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 7, 1· ― Ἐπίρρ. αὐτόετες, τῷ αὐτῷ ἔτει, Ὀδ. Γ. 322, Δίων Κ. 36. 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui est de l’année même, de la même année ; neutre adv. • αὐτοετές la même année.
Étymologie: αὐτός, ἔτος.

Spanish (DGE)

-ές
1 en posición pred. en el mismo año, dentro del año en curso αὐτοετεῖς αὐαίνονται Thphr.HP 3.7.1, neutr. como adv. αὐ. οἰχνεῖν Od.3.322, αὐ. ἡμεροῦν D.C.36.37.3, γεννᾶν Arist.HA 562b12, ὀχεύεσθαι Arist.HA 545a24
que desempeña su función durante el mismo año (al tiempo que otra) προφήτης Didyma 278.3, 283, cf. 229.2.8 (todas imper.).
2 del primer año, del año μέλιτται Ael.NA 1.11, ἔριφος I.AI 3.231, εὐφόρβιον Gal.13.627.

Greek Monolingual

αύτοετής, -ές (Α)
1. αυτός που γίνεται μέσα στο ίδιο έτος με κάποιον άλλο
2. το ουδ. ως ουσ. αὐτοετές
μέσα σ' ένα χρόνο, εντός του έτους.

Greek Monotonic

αὐτοετής: -ές (ἔτος), στον ή σχετικά με τον ίδιο χρόνο· επίρρ., αὐτόετες, μέσα στον ίδιο χρόνο, εντός του χρόνου, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοετής: относящийся к тому же году, того же года Arst.

Middle Liddell

ἔτος
in or of the same year: adv. αὐτόετες, in the same year, within the year, Od.