συσφίγγω: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (Text replacement - "οῦνσ" to "οῦν σ") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συσφίγγω:''' сгущать, уплотнять (τὴν χιόνα Arst.). | |elrutext='''συσφίγγω:''' [[сгущать]], [[уплотнять]] (τὴν χιόνα Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=to [[condense]]:—Pass., Anth. | |mdlsjtxt=to [[condense]]:—Pass., Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 20 August 2022
English (LSJ)
A bind close together, τοὺς ἀγκῶνας Herod.5.25; συσφιγχθεὶς χεροῖν τένοντας APl.4.199 (Crin.); τὸ λόγιον LXX Ex.36.29 (39.21); gird up, τὴν ὀσφύν ib.3 Ki.18.46; grasp, ἄκροις δακτύλοις τὸ προβόλιον Procop.Gaz.p.167 B.; cf. σύσφιγμα.
German (Pape)
[Seite 1046] zusammenschnüren, -binden, -ziehen, τένοντας Crinag. 1 (Plan. 199).
Greek (Liddell-Scott)
συσφίγγω: σφίγγω στενῶς, συμπυκνῶ, συμπήγνυσι καὶ σ. [τὴν χιόνα] ἀὴρ Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3, 10. - Παθητ., αὐτόθι 2. 6, 5, πρβλ. Ἀνθολ. Πλαν. 199· μεταφορ., σ. τὸν λόγον Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 536.
French (Bailly abrégé)
étreindre ou resserrer ensemble ; condenser.
Étymologie: σύν, σφίγγω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σφίγγω
περισφίγγω
νεοελλ.
φρ. «συνεσφιγμένο μέτωπο»
(μετεωρ.) είδος μετώπου κακοκαιρίας, που σχηματίζεται όταν ένα ψυχρό μέτωπο υπερκαλύπτει ένα προπορευόμενο θερμό μέτωπο, προκαλώντας την ανύψωση τών θερμών αέριων μαζών και χαρακτηρίζεται από χαμηλές θερμοκρασίες, αυξημένη συγκέντρωση νεφών και εκτεταμένα κατακρημνίσματα, συχνά με τη μορφή χιονιού
μσν.
(αυτοπαθ.) συνωστίζομαι
μσν.-αρχ.
μτφ. ελέγχω, κατευθύνω, ρυθμίζω («τὴν τὰς μερίζουσας τὸν νοῦν συσφίγγουσαν αἰσθήσεις... πίστιν», Προκ. Γαζ.)
αρχ.
1. σφίγγω κάτι δυνατά μαζί με κάτι άλλο («συσφίγγειν τοὺς ἀγκῶνας», Ηρώνδ.)
2. αρπάζω.
Greek Monotonic
συσφίγγω: συμπυκνώνω, σφίγγω με δύναμη — Παθ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
συσφίγγω: сгущать, уплотнять (τὴν χιόνα Arst.).
Middle Liddell
to condense:—Pass., Anth.