συμμεταχειρίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμμεταχειρίζομαι:''' одновременно или совместно управлять (τι [[μετά]] τινος Isae.). | |elrutext='''συμμεταχειρίζομαι:''' [[одновременно или совместно управлять]] (τι [[μετά]] τινος Isae.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[take]] [[charge]] of a [[thing]] with others, Isae. | |mdlsjtxt=<br />Dep. to [[take]] [[charge]] of a [[thing]] with others, Isae. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 20 August 2022
English (LSJ)
Med, A take charge of along with, μεθ' ἡμῶν τὸ σῶμα Is.8.22.
German (Pape)
[Seite 981] mit, zugleich handhaben, behandeln, σῶμα μεθ' ὑμῶν Isae. 8, 22.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταχειρίζομαι: ἀποθ., φροντίζω περί τινος ὁμοῦ μετά τινος, μεθ’ ἡμῶν τὸ σῶμα Ἰσαῖ. 71. 17.
French (Bailly abrégé)
manier ensemble.
Étymologie: σύν, μεταχειρίζω.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) φροντίζω για κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταχειρίζομαι «χρησιμοποιώ, διευθετώ»].
Greek Monotonic
συμμεταχειρίζομαι: αποθ., φροντίζω για κάτι μαζί με άλλους, σε Ισαίο.
Russian (Dvoretsky)
συμμεταχειρίζομαι: одновременно или совместно управлять (τι μετά τινος Isae.).