ἀρτίτοκος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀρτίτοκος:''' новорожденный Luc., Anth.
|elrutext='''ἀρτίτοκος:''' [[новорожденный]] Luc., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τίκτω]]<br /><b class="num">I.</b> new-[[born]], Anth., Luc.<br /><b class="num">II.</b> paroxyt. ἀρτιτόκος, ον, having [[just]] given [[birth]], Anth.
|mdlsjtxt=[[τίκτω]]<br /><b class="num">I.</b> new-[[born]], Anth., Luc.<br /><b class="num">II.</b> paroxyt. ἀρτιτόκος, ον, having [[just]] given [[birth]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:24, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίτοκος Medium diacritics: ἀρτίτοκος Low diacritics: αρτίτοκος Capitals: ΑΡΤΙΤΟΚΟΣ
Transliteration A: artítokos Transliteration B: artitokos Transliteration C: artitokos Beta Code: a)rti/tokos

English (LSJ)

ον, A new-born, AP6.154 (Leon. or Gaet.), Luc.DDeor.7.1, Them. Or.25.311a; new-laid, ᾠά Aret.CA1.10: metaph., σελήνη Opp.C. 4.123. II parox. ἀρτιτόκος, ον, having just given birth, ib.3.119, AP7.729 (Tymn.), 9.2 (Tib. Ill.).

German (Pape)

[Seite 362] neugeboren, χίμαρος Leon. Tar. 30 (VI, 154); ἀρτιτόκος, eben erst geboren habend, Tymn. 6 (VII, 729); Tib. III. 1 (IX, 2).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίτοκος: -ον, ὁ ἀρτίως τεχθείς, Ἀνθ. Π. 6. 154, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 1.· μεταφ., σελήνη Ὀππ. Κ. 4. 123. ΙΙ. ἀρτιτόκος, ον, (παροξυτόνως) ἡ ἀρτίως τεκοῦσα, ὄρνις ἀρτιτόκος Ὀππ. Κ. 3. 119, Ἀνθ. Π. 7. 729., 9, 2: - οὕτω, καὶ ἀρτιτοκοῦσα, μετοχ. τοῦ ἀρτιτοκέω, Γεωπ. 5, 41, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouveau-né.
Étymologie: ἄρτι, τίκτω.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1recién nacido de anim. χίμαρος AP 6.154 (Leon. o Gaetul.), ὄϊς Longus 1.5, cf. Nonn.D.14.154, 17.78
de pers. βρέφος App.BC 4.4, Nonn.D.47.490
de huevos recién puesto Aret.CA 1.10.8
fig. ἀ. σελήνη de la luna en la primera fase del cuarto creciente, Opp.C.4.123
subst. τὸ ἀ. recién nacido Aristid.Quint.113.18, Them.Or.25.311a.
2 de parto inminente ὠδῖνες Pamprepius 3.44.
II subst. τὸ ἀ. criatura perfectamente conformada op. ἔκτρωμα Chrys.M.48.699.

Greek Monolingual

ἀρτίτοκος, -ον (Α)
1. ο νεογέννητος
2. αυτός που γεννήθηκε υγιής και αρτιμελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτί- + -τοκος < τόκος. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα προς τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. αρτιτόκο, βλ. λ. (πρβλ. επίσης ακρόβολος, ακροβόλος, πρωτότοκος, πρωτοτόκος)].
ἀρτιτόκος, η (Α)
αυτή που γέννησε προ ολίγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παροξυτονούμενος τ. λόγω της ενεργητικής, μεταβατικής του σημασίας < αρτι- + -τοκος < τόκος (βλ. λ. αρτίτοκος)].

Greek Monotonic

ἀρτίτοκος: -ον (τίκτω
I. νεογέννητος, σε Ανθ., Λουκ.
II. παροξύτ., ἀρτιτόκος, -ον, αυτή που μόλις γέννησε, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίτοκος: новорожденный Luc., Anth.

Middle Liddell

τίκτω
I. new-born, Anth., Luc.
II. paroxyt. ἀρτιτόκος, ον, having just given birth, Anth.