λύκαψος: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "vv. ll." to "vv.ll.") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lykapsos | |Transliteration C=lykapsos | ||
|Beta Code=lu/kayos | |Beta Code=lu/kayos | ||
|Definition=[ῠ], ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=[ῠ], ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[viper's herb]], [[Echium italicum]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>840</span>; λυκαψός in Dsc.4.26 (with [[variae lectiones|vv.ll.]]), <span class="bibl">Paul.Aeg.7.3</span>:—also λυκοψίς, ίδος, ἡ, Gal.11.811.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:25, 20 August 2022
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, A viper's herb, Echium italicum, Nic.Th.840; λυκαψός in Dsc.4.26 (with vv.ll.), Paul.Aeg.7.3:—also λυκοψίς, ίδος, ἡ, Gal.11.811.
German (Pape)
[Seite 68] ἡ, eine Pflanze, = ἄγχουσα, Nic. Th. 840, die auch λυκοψίς heißt u. λύκοψος.
Greek (Liddell-Scott)
λύκαψος: ἡ, φυτόν τι ὅμοιον τῇ γλώσσῃ τοῦ βοὸς (ἄγχουσα) Νικ. Θηρ. 840· ὡσαύτως λύκοψος, ἡ, μνημονευόμενον ἐκ Παύλ. Αἰγ.· λυκοψίς, ίδος, ἡ, Διοσκ. 4. 26.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
sorte de plante, herbe aux vipères (Echium italicum).
Étymologie: DELG λύκος.
Greek Monolingual
λύκαψος και λυκαψός, ὁ, και λύκοψος και λύκοψις ή λυκοψίς, -ίδος, ἡ (Α)
φυτό που μοιάζει με τη γλώσσα του βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -αψος και -αψός κατά το χορδ-αψός (< χορδή + ἅψος < ἄπτω από παρετυμολογική επίδραση του ὄψις)].