σύριχος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδοςwork is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - " :" to ":")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''σύριχος''': {súrikhos}<br />'''Forms''': Dazu ὕριχος (Porson; cod. -ισός Ar. ''Fr''. 569, 5), ὕρισχος und βρίσχος (Phryn. ''PS''), σύρισσος (Poll.), ὑρίσσος (H.), -ός (Theognost.); auch ὑρρίς· [[σπυρίς]] (Zonar.); vgl. [[ὑρίσιδα]] (für ὑρίς, -ίδα?)· [[σπυρίδιον]], [[σπυρίς]] H.; ὑρράδα (cod. ὕρρ-)· [[σπυρίδιον]] (Theognost.), [[ὕρραχα]]· πρίσχη H. (vgl. βρίσχος bei Phryn.). Mit anderem Anlaut: [[ἄρριχος]] (s. d.) und [[ἀρίσκος]]· [[κόφινος]] H.<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Korb]] (Alex.). Auch [[συρίσκος]]· ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, [[εἰς]] ὃ σῦκα ἐμβάλλουσι. τινὲς δὲ ὑρίσκον H.<br />'''Etymology''' : Die Suffixe -ιχος und -ίσχος verraten beide den volkstümlichen Charakter der obigen Wörter, die offenbar nie die stabilisierende Ebene der Literatursprache erreicht haben; selbstverständlich ist auch mit Überlieferungsfehlern zu rechnen. Etymologisch dunkel; ob entlehnt oder nicht, sei dahingestellt. Analytischer Versuch bei Güntert Reimwortbild. 143; vgl. noch [[ῥίσκος]] und die Lit. zu [[ἄρριχος]]; außerdem Hiersche Ten. aspiratae 22 f. m. weiteren Einzelheiten und Hypothesen.<br />'''Page''' 2,822
|ftr='''σύριχος''': {súrikhos}<br />'''Forms''': Dazu ὕριχος (Porson; cod. -ισός Ar. ''Fr''. 569, 5), ὕρισχος und βρίσχος (Phryn. ''PS''), σύρισσος (Poll.), ὑρίσσος (H.), -ός (Theognost.); auch ὑρρίς· [[σπυρίς]] (Zonar.); vgl. [[ὑρίσιδα]] (für ὑρίς, -ίδα?)· [[σπυρίδιον]], [[σπυρίς]] H.; ὑρράδα (cod. ὕρρ-)· [[σπυρίδιον]] (Theognost.), [[ὕρραχα]]· πρίσχη H. (vgl. βρίσχος bei Phryn.). Mit anderem Anlaut: [[ἄρριχος]] (s. d.) und [[ἀρίσκος]]· [[κόφινος]] H.<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Korb]] (Alex.). Auch [[συρίσκος]]· ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, [[εἰς]] ὃ σῦκα ἐμβάλλουσι. τινὲς δὲ ὑρίσκον H.<br />'''Etymology''': Die Suffixe -ιχος und -ίσχος verraten beide den volkstümlichen Charakter der obigen Wörter, die offenbar nie die stabilisierende Ebene der Literatursprache erreicht haben; selbstverständlich ist auch mit Überlieferungsfehlern zu rechnen. Etymologisch dunkel; ob entlehnt oder nicht, sei dahingestellt. Analytischer Versuch bei Güntert Reimwortbild. 143; vgl. noch [[ῥίσκος]] und die Lit. zu [[ἄρριχος]]; außerdem Hiersche Ten. aspiratae 22 f. m. weiteren Einzelheiten und Hypothesen.<br />'''Page''' 2,822
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύριχος Medium diacritics: σύριχος Low diacritics: σύριχος Capitals: ΣΥΡΙΧΟΣ
Transliteration A: sýrichos Transliteration B: syrichos Transliteration C: syrichos Beta Code: su/rixos

English (LSJ)

ὁ, v. ὑριχός.

German (Pape)

[Seite 1040] ὁ, = ὑῤῥίσκος, Alexis bei Ath. III, 76 d, zw.

Greek (Liddell-Scott)

σύρῐχος: ὁ, ἴδε ὑριχός.

Greek Monolingual

και ὑριχός και ὕρισχος, ὁ, Α
συρίσκος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. του καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η ποικιλία μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (πρβλ. συρίσκος, σύρισσος, ὑρρίς, ὕρον), καθώς και η εναλλαγή τών επιθημάτων -ιχος και -ίσκος στους τ. σύριχος και συρίσκος. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η ύπαρξη τύπων χωρίς αρκτικό σ-. Κατά μία άποψη, πρόκειται για δάνειες λ. με αρκτικό συ-, το οποίο στην Ελληνική αποδόθηκε με -, ενώ, κατ' άλλη άποψη, το αρκτικό - τών τ. προήλθε από τη, χαρακτηριστική σε ορισμένες διαλέκτους, αποβολή του αρκτικού σ-. Έχει διατυπωθεί επίσης η υπόθεση ότι πρόκειται για τ. πελασγικούς. Τέλος, και οι συνδέσεις με τους τ. ἄρριχος «κοφίνι από λυγαριά» και ῥίσκος «κιβώτιο» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: basket (Alex.). Also συρίσκος ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ο σῦκα ἐμβάλλουσι. τινες δε ὑρίσκον H.
Other forms: Here also ὕριχος (Porson; cod. -ισός Ar. Fr. 569, 5), ὕρισχος and βρίσχος (Phryn. PS), σύρισσος (Poll.), ὑρίσσος (H.), -ός (Theognost.); also ὑρρίς σπυρίς (Zonar.); cf. ὑρίσιδα (for ὑρίς, -ίδα?) σπυρίδιον, σπυρίς H.; ὑρράδα (cod. ὕρρ-) σπυρίδιον (Theognost.), ὕρραχα πρίσχη H. (cf. βρίσχος in Phryn.). With other anlaut: ἄρριχος (s. v.) and ἀρίσκος κόφινος H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The suffixes -ιχος and -ίσχος both show the popular character of the above words, which have clearly never reached the stabilising level of the literary language; (of course there may also be mistakes in the tradition). Etymol. unclear. Analytical attempt by Güntert Reimwortbild. 143; cf. also ῥίσκος and the lit. on ἄρριχος; further Hiersche Ten. aspiratae 22 f. w. further details and hypotheses. Furnée 135, 241, 392, 300

Frisk Etymology German

σύριχος: {súrikhos}
Forms: Dazu ὕριχος (Porson; cod. -ισός Ar. Fr. 569, 5), ὕρισχος und βρίσχος (Phryn. PS), σύρισσος (Poll.), ὑρίσσος (H.), -ός (Theognost.); auch ὑρρίς· σπυρίς (Zonar.); vgl. ὑρίσιδα (für ὑρίς, -ίδα?)· σπυρίδιον, σπυρίς H.; ὑρράδα (cod. ὕρρ-)· σπυρίδιον (Theognost.), ὕρραχα· πρίσχη H. (vgl. βρίσχος bei Phryn.). Mit anderem Anlaut: ἄρριχος (s. d.) und ἀρίσκος· κόφινος H.
Grammar: m.
Meaning: Korb (Alex.). Auch συρίσκος· ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ὃ σῦκα ἐμβάλλουσι. τινὲς δὲ ὑρίσκον H.
Etymology: Die Suffixe -ιχος und -ίσχος verraten beide den volkstümlichen Charakter der obigen Wörter, die offenbar nie die stabilisierende Ebene der Literatursprache erreicht haben; selbstverständlich ist auch mit Überlieferungsfehlern zu rechnen. Etymologisch dunkel; ob entlehnt oder nicht, sei dahingestellt. Analytischer Versuch bei Güntert Reimwortbild. 143; vgl. noch ῥίσκος und die Lit. zu ἄρριχος; außerdem Hiersche Ten. aspiratae 22 f. m. weiteren Einzelheiten und Hypothesen.
Page 2,822