κομιστής: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κομιστής:''' οῦ ὁ провожатый: μίμνε δ᾽ ἐς τ᾽ ἂν [[ἔλθω]] κομιστήν [[σου]] Eur. жди, пока я не выйду провожать тебя, т. е. навстречу тебе; κ. νεκρῶν Eur. погребающий мертвых.
|elrutext='''κομιστής:''' οῦ ὁ [[провожатый]]: μίμνε δ᾽ ἐς τ᾽ ἂν [[ἔλθω]] κομιστήν [[σου]] Eur. жди, пока я не выйду провожать тебя, т. е. навстречу тебе; κ. νεκρῶν Eur. погребающий мертвых.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 15:45, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομιστής Medium diacritics: κομιστής Low diacritics: κομιστής Capitals: ΚΟΜΙΣΤΗΣ
Transliteration A: komistḗs Transliteration B: komistēs Transliteration C: komistis Beta Code: komisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who takes care of, νεκρῶν E.Supp.25. II conductor, Id.Andr.1268.

German (Pape)

[Seite 1478] ὁ, der Führer, Bringer, Geleiter; Eur. Andr. 1208; λύχνος Asclpds. 9 (XII, 50). – Der Besorger, νεκρῶν, Bestatter, Eur. Suppl. 25.

Greek (Liddell-Scott)

κομιστής: -οῦ, (κομίζω) ὁ φροντίζων περί τινος, κ. νεκρῶν Εὐρ. Ἱκέτ. 25. ΙΙ. ὁ κομίζων, ὁ ὁδηγῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1268.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui prend soin de;
2 qui porte, qui transporte, qui conduit.
Étymologie: κομίζω.

Spanish

cuidador

Greek Monolingual

ο (Α κομιστής) κομίζω
νεοελλ.
1. αυτός που φέρνει κάτι, που κομίζει κάτικομιστής κακών αγγελιών)
2. (νομ.) ο κάτοχος ανώνυμου χρεωγράφου, ο οποίος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πληρωμή από τον εκδότη του
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει για κάποιον («νεκρῶν κομιστήν», Ευρ.)
2. προπομπός («ἔστ' ἄν... λαβοῦσα Νηρῄδων χορὸν ἔλθω κομιστήν σου», Ευρ.).

Greek Monotonic

κομιστής: -οῦ, ὁ (κομίζω),
I. αυτός που περιποιείται, που φροντίζει, σε Ευρ.
II. οδηγός, φορέας, αγωγός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κομιστής: οῦ ὁ провожатый: μίμνε δ᾽ ἐς τ᾽ ἂν ἔλθω κομιστήν σου Eur. жди, пока я не выйду провожать тебя, т. е. навстречу тебе; κ. νεκρῶν Eur. погребающий мертвых.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομιστής -οῦ [κομίζω] begeleider; verzorger:. νεκρῶν van lijken Eur. Suppl. 25.

Middle Liddell

κομιστής, οῦ, κομίζω
I. one who takes care of, Eur.
II. a bringer, conductor, Eur.

English (Woodhouse)

one who gets back

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)