μιμολόγος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῑμολόγος:''' ὁ мимолог, сочинитель или чтец мимов Anth.
|elrutext='''μῑμολόγος:''' ὁ [[мимолог]], [[сочинитель или чтец мимов]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῑμο-[[λόγος]], ον<br />composing or reciting μῖμοι, Anth.
|mdlsjtxt=μῑμο-[[λόγος]], ον<br />composing or reciting μῖμοι, Anth.
}}
}}

Revision as of 11:00, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμολόγος Medium diacritics: μιμολόγος Low diacritics: μιμολόγος Capitals: ΜΙΜΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: mimológos Transliteration B: mimologos Transliteration C: mimologos Beta Code: mimolo/gos

English (LSJ)

ὁ, A actor, reciter of mimes, Ath.Mitt.26.4 (Athens, iii B. C.), Gal.17(2).150. 2 composer, writer of mimes, Ph. 2.345 (pl.), J.Vit.3, AP7.556 (Theod.). II as adjective, metaph., mocking, ἠχὼ μ. APl.4.155 (Euod.).

German (Pape)

[Seite 187] Mimen machend, dichtend, vortragend, Sp.; νεκύων, Theodor. 2 (VII, 556); ἠχώ, der nachsprechende Widerhall, Euod. 2 (Plan. 155).

Greek (Liddell-Scott)

μῑμολόγος: ὁ, ὁ ποιῶν ἢ ἀπαγγέλλων μίμους, Ἀνθ. Π. 7. 556, Γαλην. 17. 2, 150· - ὡς ἐπίθετ., μιμολόγος, ὁ, ἡ, ὁ μιμούμενος τὴν φωνὴν ἀνθρώπου ἢ οἱανδήποτε ἄλλην φωνήν, μιμολόγος ἠχώ, ἡ ἀντίθρουν φθόγγον ἔμπαλιν ᾄδουσα, ἡ λάλος, Ἀνθ. Πλαν. 155.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui imite la parole;
II.μιμολόγος;
1 acteur de mimes;
2 qui compose ou récite des mimes.
Étymologie: μῖμος, λέγω³.

Greek Monolingual

μιμολόγος, ὁ (ΑΜ)
ηθοποιός που παίζει μίμους
αρχ.
1. ο συνθέτης μίμων
2. ως επίθ. μιμολόγος, -ον
αυτός που μιμείται τη φωνή του ανθρώπου ή κάτι άλλο, αυτός που επαναλαμβάνει περιπαικτικά τη φωνή κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + -λόγος].

Greek Monotonic

μῑμολόγος: -ον, αυτός που συνθέτει ή απαγγέλλει το ποιητικό δραματικό είδος μῖμοι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μῑμολόγος:мимолог, сочинитель или чтец мимов Anth.

Middle Liddell

μῑμο-λόγος, ον
composing or reciting μῖμοι, Anth.