προφύλαξ: Difference between revisions
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
mNo edit summary |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ακος (ὁ) :<br />garde | |btext=ακος (ὁ) :<br />garde d'avant-poste, vedette.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φύλαξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:15, 23 August 2022
English (LSJ)
-ακος, ὁ, advanced guard; οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, Th. 3.112, X. An. 2.4.15, etc.
officer on guard, Aen.Tact. 22.9, and so prob. in IGRom. 4.455 (Pergam.). — Also fem., Eratosth. Cat. 22. epithet of Apollo, IG 12(7).419.
German (Pape)
[Seite 798] ακος, ὁ, Vorwächter, Vorposten; Thuc. 3, 112; Xen. An. 2, 3, 1; Folgde; auch als fem., Eratosth. Cataster. c. 22.
Greek (Liddell-Scott)
προφύλαξ: [ῠ], -ᾱκος, ὁ, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες, = αἱ προφυλακαὶ Θουκ. 3. 112, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 15, κτλ. ΙΙ. ἀξιωματικὸς φρουρῶν, Αἰν. Τακτ. 22· - ὡσαύτως ὡς θηλ., γραίας προφύλακας Ἐρατοσθ. Καταστ. 22, σ. 117 ἔκδ. Gal.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
garde d'avant-poste, vedette.
Étymologie: πρό, φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ φύλαξ, -ακος]
1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ.
β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.)
αρχ.
1. αξιωματικός φρουράς
2. προσωνυμία του Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.)
3. στον πληθ. οἱ προφύλακες
οι προφυλακές, οι μονάδες προφυλακής.
Greek Monotonic
προφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, εμπροσθοφύλακας, ιχνηλάτης, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ передовой пост Thuc., Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προφύλαξ -ακος, ὁ [πρό, φύλαξ] wachter op voorpost.
Middle Liddell
προφῠ́λαξ, ακος,
an advanced guard: οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, Thuc., Xen.]