ἀνέκαθεν: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> d’en haut, de la région supérieure;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> dès l’origine, dès le principe ; τὸ [[ἀνέκαθεν]], τὰ [[ἀνέκαθεν]] dès l’origine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνεκάς]], -θεν.
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> d'en haut, de la région supérieure;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> dès l’origine, dès le principe ; τὸ [[ἀνέκαθεν]], τὰ [[ἀνέκαθεν]] dès l’origine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνεκάς]], -θεν.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέκαθεν Medium diacritics: ἀνέκαθεν Low diacritics: ανέκαθεν Capitals: ΑΝΕΚΑΘΕΝ
Transliteration A: anékathen Transliteration B: anekathen Transliteration C: anekathen Beta Code: a)ne/kaqen

English (LSJ)

before a cons. ἀνέκαθε (Hdt.6.128 codd.), Adv. of place (cf. ἀνεκάς), A from above, A.Ch.427, Eu.369(lyr.); τἀνέκαθεν ῥεῖ ἐκ . . Hdt. 4.57; cf. ἄγκαθεν. II of time, from the first, ἐόντες ἀ. Πύλιοι being Pylians by origin, Id.5.65, cf. 7.221; more often with the Art., γεγονότες τὸ ἀ. ἀπὸ Αἰγύπτου 2.43, cf. 6.128; γένος ἐόντες τὰ ἀ. Γεφυραῖοι 5.55, cf. 1.170, 6.35; τὰ ἀ. λαμπροί of ancestral renown, 6.125; πόλις ἀ. συγγενίς OGI566 (Lycia). 2 ἀ. κατηγορεῖν narrate from the beginning, Plb.2.35.10, 5.16.6.

German (Pape)

[Seite 221] a) von oben herab, = ἄνωθεν, u. damit vrbdn, Aesch. Ch. 421; vgl. 315; Eum. 347; ἡ ἀν. φορά Plut. Num. 13. – b) von der Zeit, von Alters, von den Ahnen her, ursprünglich, oft bei Her., auch ἀνέκαθε, z. B. ἔοντες ἀνέκαθεν Πύλιοι 5, 65; τὰ ἀνέκαθεν 6, 35; ἔσαν τὰ ἀν. λαμπροί 6, 125; τὸ ἀνέκαθεν Ἀργείων ἄποικοι γεγόνασι Pol. 16, 12, 2, der auch ἀν. κατηγορεῖν, ποιεῖσθαι τὴν ἐξήγησιν sagt, 5, 16, 6. 2, 35, 10, von Anfang an.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέκαθεν: πρὸ συμφώνου -θε, (Ἡρόδ. 6. 128), ἐπίρρ. τόπου (πρβλ. ἀνεκάς): ἀπὸ τῶν ἄνω, ἄνωθεν, Αἰσχύλ. Χο. 427, Εὐμ. 369· τἀνέκαθεν ῥεῖ ἐκ..., Ἡρόδ. 4. 57: πρβλ. ἄγκαθεν. ΙΙ. χρονικ., ἐξ ἀρχῆς, ἐόντες ἀν. Πύλιοι, ἐξ ἀρχῆς, ἐκ καταγωγῆς, ὁ αὐτ. 5. 5, πρβλ. 7. 221· συχνότερον μετὰ τοῦ ἄρθρου, γεγονότες τὸ ἀν. ἀπὸ Αἰγύπτου 2. 43, πρβλ. 6, 128· ἀνδρὸς... τὸ ἀν. γένος ἐόντος Φοίνικος 1. 170, - ἔνθα τὸ γένος κεῖται ἐπιρρηματικῶς, ἐκ γενετῆς, ὡς πρὸς τὴν καταγωγήν, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πληθ. τύπου, γένος ἐόντες τὰ ἀν. Γεφυραῖοι 5. 55, πρβλ. 6. 35· τὰ ἀνέκ. λαμπροί, ἐκ λαμπρῶν προγόνων, 6. 125. 2) ἀν. κατηγορεῖν, ἐξ ἀρχῆς ἀφηγεῖσθαι, Πολύβ. 2. 35, 10., 5.16, 6. κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 d'en haut, de la région supérieure;
2 avec idée de temps dès l’origine, dès le principe ; τὸ ἀνέκαθεν, τὰ ἀνέκαθεν dès l’origine.
Étymologie: ἀνεκάς, -θεν.

Spanish (DGE)

(ἀνέκᾰθεν) • Alolema(s): ἀνάκαθεν A.Eu.373
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv.
I de lugar desde arriba μάλα γὰρ οὖν ἁλομένα ἀνάκαθεν βαρυπετῆ καταφέρω ποδὸς ἀκμάν pues saltando aplasto en tierra desde arriba la pesada planta del pie A.l.c., cf. Ch.427, Hdt.4.57.
II de tiempo
1 desde el principio, desde los orígenes ἐόντες ... ἀ. Πόλιοι Hdt.5.65, cf. 7.221, ὁ ἀ. Ἄθηναῖος Phan.18, πόλις ἀ. συγγενίς OGI 566.25 (Licia)
c. art. γεγονότες τὸ ἀ. ἀπ' Αἰγύπτου Hdt.2.43, cf. 6.128, γένος ἐόντες τὰ ἀ. Γεφυραῖοι Hdt.5.55, cf. 1.170, 6.35, τὰ ἀ. λαμπροί célebres desde antiguo Hdt.6.125.
2 ἀ. ποιήσασθαι ... τὴν ἐξήγησιν narrar desde el principio Plb.2.35.10, cf. 5.16.6.

Greek Monolingual

(AM ἀνέκαθεν) επίρρ.
χρον. εξαρχής, από την αρχή, από καταγωγή
αρχ.
τοπ. από ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + εκάς («άνω, μακριά») + καταλ. -θεν].

Greek Monotonic

ἀνέκαθεν: (ἀνεκάς), επίρρ. τόπου,
I. από ψηλά, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
II. για χρόνο, από την αρχή, εξαρχής, από πάντα, σε Ηρόδ.· ομοίως με άρθρο, τὸἀνέκαθεν, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέκᾰθεν: Her. тж. ἀνέκᾰθε, поэт. ἄγκᾰθεν adv.
1) сверху, с высоты (βαρυπεσής Aesch.; ἡ ἀ. φορά Plut.);
2) с (самого) начала, в начале (τὴν ἐξήγησιν ὑπέρ τινος ποιεῖσθαι Polyb.);
3) (тж. τὸ и τὰ ἀ.) издревле, искони Plut.: τὰ ἀ. ἀπ᾽ Αἰακοῦ γεγονώς Her. ведущий свой род от Эака; τὰ ἀ. λαμπρός Her. знатного происхождения.

Middle Liddell

ἀνεκάς
I. adv. of place, from above, Hdt., Aesch.
II. of time, from the first, by origin, Hdt.; so with Art., τὸ ἀνέκαθεν Hdt.