παλαίχθων: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palaichthon | |Transliteration C=palaichthon | ||
|Beta Code=palai/xqwn | |Beta Code=palai/xqwn | ||
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, | |Definition=ονος, ὁ, ἡ, [[that has been long in a country]], [[an ancient inhabitant]], [[indigenous]], Ἄρης <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>104</span> (lyr.); [[δῆμος]] Epigr. ap. <span class="bibl">Aeschin.3.190</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:25, 23 August 2022
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, that has been long in a country, an ancient inhabitant, indigenous, Ἄρης A.Th.104 (lyr.); δῆμος Epigr. ap. Aeschin.3.190.
German (Pape)
[Seite 446] ονος, von Alters her einheimisch in einem Lande, wie αὐτόχθων; Ἄρης, Aesch. Spt. 100; παλ. Ἀθηναίων δῆμος, Ep. ad. 158 ( App. 362).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαίχθων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ διαμείνας ἐπὶ μακρὸν χρόνον ἔν τινι χώρᾳ, παλαιὸς κάτοικος, αὐτόχθων, Ἄρης Αἰσχύλ. Θήβ. 105· δῆμος Ἐπιγράμμ. παρ’ Αἰσχίν. 81. 13 (Ἀνθ. Π. παράρτ. 362).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui habite depuis longtemps un pays, indigène.
Étymologie: πάλαι, χθών.
Greek Monolingual
παλαίχθων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που κατοικεί κάπου για πολύ χρόνο, παλιός κάτοικος περιοχής ή χώρας («παλαίχθων δῆμος Ἀθηναίων», Αισχίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + χθών, χθονός (πρβλ. αυτό-χθων)].
Greek Monotonic
πᾰλαίχθων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μείνει πολύ σε μια χώρα, παλιός κάτοικος, αυτόχθονας, σε Αισχύλ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαίχθων: ονος adj. исстари обитающий в стране (Ἄρης Aesch.; Ἀθηναίων δῆμος Aeschin.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλαίχθων -ον, gen. -ονος [πάλαι, χθών] die het land van oudsher bewoont, inheems.
Middle Liddell
πᾰλαί-χθων, ονος, ὁ, ἡ,
that has been long in a country, an ancient inhabitant, indigenous, Aesch., Anth.