προσπλέκω: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prospleko
|Transliteration C=prospleko
|Beta Code=prosple/kw
|Beta Code=prosple/kw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[connect with]], τινί τινα <span class="bibl">M.Ant.10.7</span>; [[mix with]] a medicine, Archig. ap. Gal.12.645:—Pass., [[cling to]], [[attach oneself]] or [[be attached to]], <span class="bibl">Plb.5.60.7</span>, Plu.2.796b; εἴδει ἑτέρῳ <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>84</span>; in hostile sense, [[attack]], <b class="b3">τῷ Διονύσῳ</b> Arg.''1'' Ar.<span class="title">Ra.</span>; [[fasten upon]], in argument, λέξει Gal.1.176; to [[be mixed up with]], μυθώδη τινὰ -πέπλεκται τοῖς λεγομένοις <span class="bibl">Str.1.1.10</span>; of astrological relationship, Vett. Val.<span class="bibl">119.27</span>.</span>
|Definition=[[connect with]], τινί τινα <span class="bibl">M.Ant.10.7</span>; [[mix with]] a medicine, Archig. ap. Gal.12.645:—Pass., [[cling to]], [[attach oneself]] or [[be attached to]], <span class="bibl">Plb.5.60.7</span>, Plu.2.796b; εἴδει ἑτέρῳ <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>84</span>; in hostile sense, [[attack]], <b class="b3">τῷ Διονύσῳ</b> Arg.''1'' Ar.<span class="title">Ra.</span>; [[fasten upon]], in argument, λέξει Gal.1.176; to [[be mixed up with]], μυθώδη τινὰ -πέπλεκται τοῖς λεγομένοις <span class="bibl">Str.1.1.10</span>; of astrological relationship, Vett. Val.<span class="bibl">119.27</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπλέκω Medium diacritics: προσπλέκω Low diacritics: προσπλέκω Capitals: ΠΡΟΣΠΛΕΚΩ
Transliteration A: prosplékō Transliteration B: prosplekō Transliteration C: prospleko Beta Code: prosple/kw

English (LSJ)

connect with, τινί τινα M.Ant.10.7; mix with a medicine, Archig. ap. Gal.12.645:—Pass., cling to, attach oneself or be attached to, Plb.5.60.7, Plu.2.796b; εἴδει ἑτέρῳ Dam.Pr.84; in hostile sense, attack, τῷ Διονύσῳ Arg.1 Ar.Ra.; fasten upon, in argument, λέξει Gal.1.176; to be mixed up with, μυθώδη τινὰ -πέπλεκται τοῖς λεγομένοις Str.1.1.10; of astrological relationship, Vett. Val.119.27.

German (Pape)

[Seite 778] daranknüpfen, damit verbinden, Sp. – Med., Pol. 5, 60, 7, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προσπλέκω: συμπλέκω μετά τινος, σχετίζω, τινί τι Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 10. 7, Γαλην. - Παθ., προσκολλῶμαι εἴς τι, Πολύβ. 5. 60, 7· ἐμπλέκομαι, περιπλέκομαι εἴς τι, τινι Στράβ. 6, Πλούτ. 2. 796Α· ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ἔχις δὲ θερμὸς προσπλακεὶς τῇ συζύγῳ Φιλῆ στίχοι περὶ Ζῴων ἰδιότ. 70. 1.

French (Bailly abrégé)

nouer à, enlacer à ; joindre à;
Moy. προσπλέκομαι en venir aux mains avec, τινι.
Étymologie: πρός, πλέκω.

Greek Monolingual

ΜΑ
πλέκω, συμπλέκω κάτι με κάτι άλλο
μσν.
παθ. προσπλέκομαι
α) (για φίδια) ζευγαρώνω
β) προσκολλώμαι σε κάτι
αρχ.
1. αναμιγνύω κάτι με ένα φαρμακευτικό παρασκεύσμα
2. παθ. α) εμπλέκομαι σε κάτι («μυθώδη τινὰ προσπλέκεται τοῖς λεγομένοις», Στράβ.)
β) (με εχθρική σημ.) συμπλέκομαι με κάποιον
γ) επιμένω σε μια συζήτηση ή σε ένα επιχείρημα.

Greek Monotonic

προσπλέκω: -ξω, συνδέω μαζί — Παθ., προσκολλώμαι σε, εμπλέκομαι με, τινί, σε Στράβ.

Middle Liddell

ξω
to connect with:—Pass. to cling to, be implicated with, τινι Strab.