στρωματοφύλαξ: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stromatofylaks | |Transliteration C=stromatofylaks | ||
|Beta Code=strwmatofu/lac | |Beta Code=strwmatofu/lac | ||
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ</b>, | |Definition=[<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ</b>, [[one who has the care of the bedding]], [[tablecloths]], etc., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>57</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:25, 23 August 2022
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ, one who has the care of the bedding, tablecloths, etc., Plu.Alex.57.
German (Pape)
[Seite 957] ακος, ὁ, ἡ, der die Aufsicht über Betten, Tischgedecke, Tischzeug u. dgl. hat, Plut. Alex. 57.
Greek (Liddell-Scott)
στρωμᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τὰ στρώματα, τραπεζομάνδηλα, κτλ., Πλουτ. Ἀλεξ. 57.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
c. στρώτης.
Étymologie: στρῶμα, φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ό, ἡ, Α
φύλακας τών στρωμάτων, αυτός που είχε την επιστασία τών κλινών, τών τραπεζιών κ.α. επίπλων («ὁ ἐπὶ τῶν στρωματοφυλάκων τεταγμένος ἀνήρ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, -ώματος + φύλαξ.
Greek Monotonic
στρωμᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αναλάβει τη φύλαξη των κλινοσκεπασμάτων ή των τραπεζομάντηλων, θαλαμηπόλος ή σερβιτόρος, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρωματοφύλαξ -ακος, ὁ [στρῶμα, φύλαξ] iem. die zorgt voor het linnengoed (beddengoed, tafelkleden etc.).
Russian (Dvoretsky)
στρωμᾰτοφύλαξ: ᾰκος ὁ хранитель постельных или столовых принадлежностей (ковров, скатертей и т. п.) Plut.
Middle Liddell
στρωμᾰτο-φῠ́λαξ, ακος,
one who has the care of the bedding, Plut.