κάρθρα: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karthra | |Transliteration C=karthra | ||
|Beta Code=ka/rqra | |Beta Code=ka/rqra | ||
|Definition=τά, < | |Definition=τά, [[wages for clipping]] or [[shearing]], Edict.Diocl.7.20; cf. [[κάρτρα]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κάρθρα''': τά, ([[κείρω]]) μισθὸς κουρᾶς προβάτων, «κουρευτικά», Ἐπιγρ. Λεβαδείας τῶν χρόνων Διοκλητιανοῦ ἐν Mitth. d. d. arch. Inst. V. σ. 70. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάρθρα]], τὰ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[αμοιβή]], [[μισθός]] [[κουράς]] προβάτων, κουρευτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κείρω]] «[[κουρεύω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>θρον</i> ([[πρβλ]]. [[βάθρον]], [[έλκηθρον]]). Εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του ρηματ. θ. όπως το ρηματ. επίθ. <i>καρ</i>-<i>τός</i>, ο παρακμ. <i>κέ</i>-<i>καρ</i>-<i>μαι</i> κ.λπ.]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 00:10, 24 August 2022
English (LSJ)
τά, wages for clipping or shearing, Edict.Diocl.7.20; cf. κάρτρα.
Greek (Liddell-Scott)
κάρθρα: τά, (κείρω) μισθὸς κουρᾶς προβάτων, «κουρευτικά», Ἐπιγρ. Λεβαδείας τῶν χρόνων Διοκλητιανοῦ ἐν Mitth. d. d. arch. Inst. V. σ. 70.
Greek Monolingual
κάρθρα, τὰ (Α)
επιγρ. αμοιβή, μισθός κουράς προβάτων, κουρευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κείρω «κουρεύω» + κατάλ. -θρον (πρβλ. βάθρον, έλκηθρον). Εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα του ρηματ. θ. όπως το ρηματ. επίθ. καρ-τός, ο παρακμ. κέ-καρ-μαι κ.λπ.].