λιμνοφυής: Difference between revisions
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=limnofyis | |Transliteration C=limnofyis | ||
|Beta Code=limnofuh/s | |Beta Code=limnofuh/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[marsh-born]], δόναξ <span class="title">AP</span>6.23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 03:10, 24 August 2022
English (LSJ)
ές, marsh-born, δόναξ AP6.23.
German (Pape)
[Seite 48] δόναξ, im Sumpf gewachsen, Ep. ad. 128 (VI, 23).
Greek (Liddell-Scott)
λιμνοφῠής: -ές, ὁ φυόμενος ἐν λίμναις ἢ ἕλεσι, λιμν. δόναξ Ἀνθ. Π. 6. 23.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui croît dans les marais.
Étymologie: λίμνη, φύω.
Greek Monolingual
-ές (Α λιμνοφυής, -ές)
αυτός που φυτρώνει μέσα σε λίμνη ή σε όχθη λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -φυής (< φυή ἡ ή φύος τὸ < φύομαι), πρβλ. ιδιοφυής, τριχοφυής].
Greek Monotonic
λιμνοφῠής: -ές (φύομαι), αυτός που φυτρώνει στις λίμνες ή στα έλη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λιμνοφῠής: растущий в стоячих водах, болотный (δόναξ Anth.).