παρατέμνω: Difference between revisions
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κόβω]] από τα [[πλάγια]] ή [[κατά]] [[μήκος]] ή [[κατά]] τα [[άκρα]]<br /><b>2.</b> (με γεν. διαιρ.) [[κόβω]] ένα [[μέρος]] από [[κάτι]] («δεῖ καὶ τοῦ σώματος αὐτοῦ παρατέμνειν [[ὑπὲρ]] σωτηρίας τοῦ παντός», Αριστείο.)<br /><b>3.</b> [[κόβω]] [[λοξά]] («ξύλα παρατετμημένα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κόβω]] εσφαλμένα, [[κάνω]] [[λάθος]] [[κατά]] την [[κοπή]] («οὐκ ἔστι γὰρ [[οὔτε]] παρατέμνειν [[οὔτε]] | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κόβω]] από τα [[πλάγια]] ή [[κατά]] [[μήκος]] ή [[κατά]] τα [[άκρα]]<br /><b>2.</b> (με γεν. διαιρ.) [[κόβω]] ένα [[μέρος]] από [[κάτι]] («δεῖ καὶ τοῦ σώματος αὐτοῦ παρατέμνειν [[ὑπὲρ]] σωτηρίας τοῦ παντός», Αριστείο.)<br /><b>3.</b> [[κόβω]] [[λοξά]] («ξύλα παρατετμημένα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κόβω]] εσφαλμένα, [[κάνω]] [[λάθος]] [[κατά]] την [[κοπή]] («οὐκ ἔστι γὰρ [[οὔτε]] παρατέμνειν [[οὔτε]] πλεῖον τῶν τεταγμένων», Θεόφρ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:23, 24 August 2022
English (LSJ)
fut. -τεμῶ, Lacon. A παρταμῶ Ar.Lys. 116 cod. R:—cut off at the side, π. τινὸς θἤμισυ cut off half from. ., Ar. 1. c. and 132; τυροῦ τροφάλια Alex. 172.12, cf. Posidon.15 J.; cut a rebate in an ἀκρογείσιον, π. ἐκ τοῦ ἔνδοθεν πάχος ἱμάντος IG 22.463.65: c. gen. partit., cut off part of... Aristid.Or.48(24).27:—Pass., [ξύλα] παρατετμημένα planks with rebates cut in them, IG11(2).287 B 147,150 (Delos, iii B. C.). 2. cut amiss, make a wrong cut, Thphr. HP 6.3.2.
German (Pape)
[Seite 502] (s. τέμνω), daneben, an der Seite od. der Länge nach schneiden od. abschneiden; παρταμοῦσα θἤμισυ, Ar. Lys. 116. 132; Posidon. bei Ath. IV, 152 a; Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρατέμνω: μέλλ. -τεμῶ, Λακων. παρταμῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 117. Ἀποκόπτω κατὰ τὰ πλάγια, π. τινὸς θἤμισυ, ἀποκόπτω τὸ ἥμισυ ἀπὸ .., Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 132· τυροῦ τροφάλια χλὼ παρατεμὼν Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1. 12, πρβλ. μαχαιρίῳ μικρῷ παρατέμνοντες Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 152Α· μετὰ γεν. διαιρετ., ἀποκόπτω μέρος τινός, δεῖ δὲ καὶ τοῦ σώματος αὐτοῦ παρατέμνειν ὑπὲρ σωτηρίας τοῦ παντὸς Ἀριστείδ. 1. 297. 2) κόπτω ἐσφαλμένως, κάμνω σφάλμα κατὰ τὴν κοπήν, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 6. 3, 2.
Greek Monolingual
Α
1. κόβω από τα πλάγια ή κατά μήκος ή κατά τα άκρα
2. (με γεν. διαιρ.) κόβω ένα μέρος από κάτι («δεῖ καὶ τοῦ σώματος αὐτοῦ παρατέμνειν ὑπὲρ σωτηρίας τοῦ παντός», Αριστείο.)
3. κόβω λοξά («ξύλα παρατετμημένα», επιγρ.)
4. κόβω εσφαλμένα, κάνω λάθος κατά την κοπή («οὐκ ἔστι γὰρ οὔτε παρατέμνειν οὔτε πλεῖον τῶν τεταγμένων», Θεόφρ.).
Greek Monotonic
παρατέμνω: Επικ. αντί παρατέμνω· παρτᾰμών, αντί παραταμών, μτχ. αορ. βʹ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-τέμνω afsnijden.
Russian (Dvoretsky)
παρατέμνω: (fut. παρατεμῶ - лак. παρταμῶ) срезывать, отрезать (θἤμισύ τινος Arph.).