ἤγουν: Difference between revisions
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
m (Text replacement - " sts. " to " sometimes ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=igoun | |Transliteration C=igoun | ||
|Beta Code=h)/goun | |Beta Code=h)/goun | ||
|Definition=Conj., (ἤ γε οὖν) | |Definition=Conj., (ἤ γε οὖν) [[that is to say]], [[or rather]], to define a word more correctly, freq. in glosses, cf. <span class="bibl">Eust.50.15</span>, <span class="bibl">Lyd.<span class="title">Mens.</span>4.23</span>, etc.: sometimes introduced into the text, κακὰ πάντα [ἤγουν τήν τε ἀπεψίην] καί . . Hp.<span class="title">Acut.</span> (<span class="title">Sp.</span>) <span class="bibl">49</span> (<span class="bibl">ii 491</span> L.); διὰ ξηρότητα [ἤγουν χαυνότητα] τῆς γῆς <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>19.11</span>: in late Prose, [[or at any rate]], PMasp.328 i 20 (vi A.D.), al.: generally, [[or]], POxy.941.5 (vi A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:54, 24 August 2022
English (LSJ)
Conj., (ἤ γε οὖν) that is to say, or rather, to define a word more correctly, freq. in glosses, cf. Eust.50.15, Lyd.Mens.4.23, etc.: sometimes introduced into the text, κακὰ πάντα [ἤγουν τήν τε ἀπεψίην] καί . . Hp.Acut. (Sp.) 49 (ii 491 L.); διὰ ξηρότητα [ἤγουν χαυνότητα] τῆς γῆς X.Oec.19.11: in late Prose, or at any rate, PMasp.328 i 20 (vi A.D.), al.: generally, or, POxy.941.5 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1152] d. i. ἤ γε οὖν, oder wenigstens, oder eigentlich; Hippocr.; διὰ ξηρότητα ἤγουν χαυνότητα τῆς γῆς Xen. Oec. 19, 11; so bes. bei Schol. u. Gramm. in Worterklärungen, "das ist", "das heißt", "nämlich".
Greek (Liddell-Scott)
ἤγουν: σύνδεσμ. (ἤ γε οὖν) = δηλαδή, ἢ μᾶλλον..., χρησιμεύων ὅπως ὁρίσῃ λέξιν τινὰ ὀρθότερον, κακὰ πάντα, ἤγουν τήν τε ἀπεψίην καὶ..., Ἱππ. 404. 46· διὰ ξηρότητα, ἤγουν χαυνότητα, τῆς γῆς Ξεν. Οἰκ. 19. 11.
French (Bailly abrégé)
conj.
ou, ou bien, ou peut-être, c’est-à-dire.
Étymologie: ἤ, γοῦν.
Greek Monolingual
(AM ἤγουν, Μ και διαλ. τ. ἤγου, ἤγουμε, ἠγοῦν, ἤουν)
(σύνδ.) δηλαδή
αρχ.
1. (σύνδ.) ή μάλλον
2. επίρρ. πάπ. ή εν πάση περιπτώσει
3. πάπ. (σύνδ.) ή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἡ γε ουν].
Greek Monotonic
ἤγουν: σύνδεσμος (ἤ γε οὖν), δηλαδή, ή μάλλον, τύπος που χρησιμεύει για να ορίσει με περισσότερη ακρίβεια, ορθότητα μια λέξη, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἤγουν: [ἤ + γε + οὖν или же, или пожалуй, собственно говоря, вернее: ξηρότης, ἤ. χαυνότης τῆς γῆς Xen. сухость, вернее, рыхлость почвы.
Middle Liddell
[ἤ γε οὖν]
that is to say, or rather, to define a word more correctly, Xen.