τάραγμα: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=τάραγμα
|Full diacritics=τᾰ́ραγμα
|Medium diacritics=τάραγμα
|Medium diacritics=τάραγμα
|Low diacritics=τάραγμα
|Low diacritics=τάραγμα

Revision as of 14:34, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰ́ραγμα Medium diacritics: τάραγμα Low diacritics: τάραγμα Capitals: ΤΑΡΑΓΜΑ
Transliteration A: táragma Transliteration B: taragma Transliteration C: taragma Beta Code: ta/ragma

English (LSJ)

[τᾰ], ατος, τό, disquietude, ἐν φρενῶν τ. πέπτωκα E.HF 1091, cf. 907 (lyr.); τ. δαιμόνιον D.H.8.52; πάθη καὶ ταράγματα Demetr.Lac.Herc.1012.27.

German (Pape)

[Seite 1069] τό, Unruhe, Verwirrung, ἐν φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Eur. Herc. Fur. 1091.

Greek (Liddell-Scott)

τάραγμα: [ᾰ], τό, = τῷ ἑπομ., ὡς δ’ ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1091, πρβλ. 907.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trouble.
Étymologie: ταράσσω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και τάραμα Ν ταράσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ταράζω, ψυχική αναστάτωση, ταραχή (α. «όταν άκουσε τα νέα μου τον έπιασε τάραγμα» β. «ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ», Ευρ.)
νεοελλ.
1. ανακίνηση, ανακάτεμα
2. τράνταγμα
3. ιατρ. α) επιληψία
β) (για πυρετό) προσβολή που συνοδεύεται από ρίγη.

Greek Monotonic

τάραγμα: [ᾰ], -ατος, τό (ταράσσω), ανησυχία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τάραγμα: ατος (τᾰ) τό
1) смятение, замешательство, смута (φρενῶν Eur.);
2) крушение, крах, обвал (μελάθρων Eur.).

Middle Liddell

ταράσσω
disquietude, Eur.

English (Woodhouse)

agitation, alarm, confusion, disorder, distress, disturbance, noise, perturbation, mental agitation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)