κυπαρίσσινος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "σς" to "σσ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κῠπᾰρίσςῐνος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[cypress]] [[wood]] σφ (i. e. [[votive]] offerings) [[ἔχει]] κυπαρίσσινον μέ- λαθρον ἀμφ' ἀνδριάντι [[σχεδόν]], Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον [[φυτόν]] (P. 5.39)
|sltr=<b>κῠπᾰρίσσῐνος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[cypress]] [[wood]] σφ (i. e. [[votive]] offerings) [[ἔχει]] κυπαρίσσινον μέ- λαθρον ἀμφ' ἀνδριάντι [[σχεδόν]], Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον [[φυτόν]] (P. 5.39)
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 11:54, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠπᾰρίσσῐνος Medium diacritics: κυπαρίσσινος Low diacritics: κυπαρίσσινος Capitals: ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΝΟΣ
Transliteration A: kyparíssinos Transliteration B: kyparissinos Transliteration C: kyparissinos Beta Code: kupari/ssinos

English (LSJ)

Att. κυπαρίττινος, η, ον, of cypress wood, σταθμός Od.17.340; μέλαθρον Pi. P.5.39; λάρνακες Th.2.34; μνῆμαι Pl.Lg.741c; ξυλεία Plb.10.27.10; also, made from the cypress or drawn from the cypress, κυπαρίσσινος οἶνος Dsc.5.36; ῥητίνη Gal. 13.589.

German (Pape)

[Seite 1534] att. κυπαρίττινος, von Cypressenholz gemacht; σταθμός Od. 17, 340; μέλαθρον Pind. P. 5, 52; λάρνακες Thuc. 2, 34; μνῆμαι, auf Cypressenholz geschrieben, Plat. Legg. V, 741 c; ξυλεία Pol. 10, 27, 10.

Greek (Liddell-Scott)

κῠπᾰρίσσῐνος: Ἀττ. -ίττῐνος, η, ον, ἐκ ξύλου κυπαρίσσου, σταθμοὶ Ὀδ. Ρ. 340· μέλαθρον Πινδ. Π. 5. 51· λάρναξ Θουκ. 2. 34.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
att. κυπαρίττινος;
de cyprès.
Étymologie: κυπάρισσος.

English (Autenrieth)

of cypress wood, Od. 17.340†.

English (Slater)

κῠπᾰρίσσῐνος
   1 of cypress wood σφ (i. e. votive offerings) ἔχει κυπαρίσσινον μέ- λαθρον ἀμφ' ἀνδριάντι σχεδόν, Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον φυτόν (P. 5.39)

Spanish

de ciprés

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κυπαρίσσινος, -ίνη, -ον, Α αττ. τ. κυπαρίττινος, -ίνη, -ον)
κυπάρισσος
κυπαρισσένιος («λάρνακας κυπαρισσίνας», Θουκ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει σε κυπαρίσσι ή εξάγεται από κυπαρίσσι («κυπαρισσίνη ρητίνη», Γαλ.)
αρχ.
(για ποτό) αυτό που έχει γίνει με κυπαρισσόμηλα ή με ρητίνη από κυπαρίσσι.

Greek Monotonic

κῠπᾰρίσσῐνος: Αττ. -ίττῐνος, , -ον, από ξύλο κυπαρισσιού, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κῠπᾰρίσσῐνος: атт. κῠπᾰρίττῐνος 3
1) кипарисовый (σταθμοί Hom.; μέλαθρον Pind.; ξόανον Plut.);
2) вырезанный на кипарисовом дереве (μνῆμαι Plat.).

Middle Liddell


of cypress-wood, Od., Thuc. [from κῠπάρισσος]

English (Woodhouse)

of cypress

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)