ἀκλεής: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἀκλεής]] | |sltr=[[ἀκλεής]] [[inglorious]] [[τεά]] κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν pr. (O. 12.15) ἀκλεὴς δἔβα fr. 105b. 3. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:18, 3 September 2022
English (LSJ)
ές: acc. A -εᾶ Epigr.Gr.850, -εῆ D.H.Isoc.5, Ep. ἀκλέᾰ Od. 4.728: dat. -έϊ Nonn.D.31.42:—Ep. ἀκλειής, A.R.3.932, Call.Fr. anon.365: nom. pl. ἀκλεέες (vulg. ἀκληεῖς) Il.12.318: (κλέος):— without fame, inglorious, Hom. ll. cc., Pi.O.12.15, Hdt.prooem., E. Hipp.1028, Pl.La.179d, etc. Adv. ἀκλεῶς Hdt.5.77, Antipho 1.21; Ep. ἀκλειῶς Il.22.304: Comp. ἀκλεέστερον Jul.Or.1.28a: neut. as adverb, ἀκλεὲς αὔτως Il.7.100. 2 ignominious, ἀκλεεστάτῳ ὀλέθρῳ ἀπόλλυσθαι Lys.13.45.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκλεής: -ές, γεν. -έος, αἰτ. ἀκλεᾶ, Ἰων. ἀκλεῆ, Ἐπ. ἀκλέᾰ, Ὀδ. Δ. 728, Ἐπ. ἀκλειής, Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 932, Ποιητ. παρὰ Πλουτάρχ. 2. 38F. Νόνν. πληθ. ἀκλειεῖς ἢ ἀκληεῖς, Ἰλ. Μ. 318, Spitzn. Exc. 22: (κλεος). Ἄνευ φήμης, ἄδοξος, ὁ μὴ ὑμνηθείς, Ὅμ., Πινδ. Ο. 12, 22., Ἡροδ. προοίμ., Εὐρ., κτλ. ― Ἐπίρρ. ἀκλεῶς, Ἡρόδ. 5. 77, Ἀντιφῶν 113. 38. Ἐπ. ἀκλειῶς, Ἰλ. Χ. 304: ὡσαύτως τὸ οὐδέτερον ὡς ἐπίρρ. ἀκλεὲς αὕτως, Ἰλ. Η. 100· ― πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. ἐπιτηδές, 1, 3.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans gloire, obscur ; adv. • ἀκλεές sans gloire.
Étymologie: ἀ, κλέος.
English (Autenrieth)
ές, ἀκληής, ἀκλειής (κλέος), acc. sing. ἀκλεᾶ or ἀκλέᾶ, nom. pl. ἀκληεῖς: inglorious, adv. ἀκλεὲς αὔτως, ‘all so ingloriously,’ Il. 7.100.—Adv. ἀκλειῶς.
English (Slater)
ἀκλεής inglorious τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν pr. (O. 12.15) ἀκλεὴς δἔβα fr. 105b. 3.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): ép. ἀκλειής A.R.3.932, Nonn.D.20.87
• Morfología: [ac. no contr. ἀκλέα Od.4.728, IG 22.3464 (III a.C.), -εῆ D.H.Isoc.5.3; dat. -έι Nonn.D.31.42; plu. nom. ἀκλεέες Il.12.318; adv. ἀκλειῶς Il.22.304, Od.1.241, 14.371]
I 1carente de fama, sin gloria, Il.12.318, Pi.O.12.15, Fr.105b, E.IA 18, Pl.La.179d, Theoc.16.31, D.H.Isoc.5, Nonn.D.20.87
•neutr. como adv. ἥμενοι ... ἀκλεές Il.7.100
•ignominioso ἀκλεεστάτῳ ὀλέθρῳ ἀπόλλυσθαι Lys.13.45, δεσμός Nonn.D.31.42.
2 del que no se sabe nada παῖδ' ... ἀνηρείψαντο θύελλαι ἀκλέα Od.4.728.
II adv. -ῶς
1 sin gloria, ignominiosamente μὴ ἀ. ἀπολοίμην Il.22.304, cf. Hdt.5.77, Antipho 1.21, E.Rh.752, 761, D.C.62.9.1, SB 1267.3, Philostr.Iun.Im.1.2.
2 sin dejar noticia o rastro νῦν δέ μιν ἀ. ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο Od.1.241, 14.371.
Greek Monolingual
ἀκλεής, -ὲς (Α) κλέος
1. ο δίχως φήμη, άδοξος
2. επονείδιστος, άτιμος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκλεές
ακλεώς, άδοξα.
Greek Monotonic
ἀκλεής: -ές, γεν. -έος, αιτ. ἀκλεᾱ, Ιων. ἀκλεῆ, Επικ. ἀκλέᾰ· Επικ. ἀκλειής ή ἀκληής, πληθ. ἀκλειεῖς ή ἀκληεῖς· (κλέος)· ο χωρίς δόξα, άδοξος, αυτός που δεν έχει υμνηθεί, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίρρ. ἀκλεῶς, σε Ηρόδ.· Επικ. ἀκλειῶς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης το ουδ. ἀκλεές, ως επίρρ., στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκλεής: и ἀκλειής 2
1) не стяжавший славы, т. е. безвестный, неведомый, забытый (βασιλῆες Hom.; μεγάλα ἔργα Her.);
2) бесславный, позорный (θάνατος Lys.): ἀ. γενόμενος Plat. заклейменный позором.
Middle Liddell
κλέος
without fame, inglorious, unsung, Hom., etc. adv. ἀκλεῶς, Hdt., epic ἀκλειῶς, Il., etc.: also neut. ἀκλεές as adv., Il.