λυκηγενής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />père de la lumière (Apollon) ; <i>selon l’interprétation commune</i> né en Lycie.<br />'''Étymologie:''' *λύκη, lumière, ou [[Λυκία]], [[γένος]].
|btext=ής, ές :<br />père de la lumière (Apollon) ; <i>selon l'interprétation commune</i> né en Lycie.<br />'''Étymologie:''' *λύκη, lumière, ou [[Λυκία]], [[γένος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Latest revision as of 10:20, 5 September 2022

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
père de la lumière (Apollon) ; selon l'interprétation commune né en Lycie.
Étymologie: *λύκη, lumière, ou Λυκία, γένος.

English (Autenrieth)

έος (root λυκ, lux): light-born, epith. of Apollo as sun-god, Il. 4.101, 119.

Greek Monolingual

λυκηγενής, -ές (Α)
(το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λυκηγενής
προσωνυμία του Απόλλωνος, ως θεού του φωτός ή, κατ' άλλους, επειδή γεννήθηκε στη Λυκία («εὔχεο δὲ Ἀπόλλωνι Λυκηγενέι κλυτοτόξῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. θεωρείται σύνθετος σε -γενής και αναφέρεται ως προσωνυμία του Απόλλωνος, επειδή ο Απόλλων γεννήθηκε στη Λυκία (πρβλ. Λύκιος). Συγκεκριμένα, ο τ. Λυκηγενής (αντί του αναμενόμενου Λυκιογενής) προέρχεται από Λυκία + συνδετικό φωνήεν -η- (για μετρικούς λόγους) + -γενής (< γένος). Κατ' άλλους, όμως, ο τ. θεωρείται σύνθετος του λύκη «αυγή, χάραμα» (πρβλ. αμφιλύκη, λύχνος) και αποδίδεται στον Απόλλωνα ως θεό του φωτός].

Russian (Dvoretsky)

λῠκηγενής: светорожденный, по по друг. - рожденный в Ликии (эпитет Аполлона) Hom.