σιτοδεία: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sitodeia | |Transliteration C=sitodeia | ||
|Beta Code=sitodei/a | |Beta Code=sitodei/a | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[σιτοδείη]], ἡ, [[want of food]], [[famine]], <span class="bibl">Hdt.1.22</span>,<span class="bibl">94</span>, <span class="bibl">Th.4.36</span>, <span class="title">IPE</span>12.32<span class="hiitalic">A</span>23 (Olbia, iii B.C.), <span class="bibl">LXX <span class="title">Le.</span>26.26</span>, <span class="bibl">Plb.1.18.10</span>, <span class="title">OGI</span> 194.10 (Egypt, i B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σιτοδεία:''' Ιων. - | |lsmtext='''σιτοδεία:''' Ιων. -δηΐη, <i>ἡ</i> ([[δέομαι]]), [[έλλειψη]] σιτηρών ή τροφής, σε Ηρόδ., Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σιτοδεία -ας, ἡ, Ion. σιτοδείη [σῐτος, δέομαι] voedselgebrek. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:01, 21 September 2022
English (LSJ)
Ion. σιτοδείη, ἡ, want of food, famine, Hdt.1.22,94, Th.4.36, IPE12.32A23 (Olbia, iii B.C.), LXX Le.26.26, Plb.1.18.10, OGI 194.10 (Egypt, i B.C.).
German (Pape)
[Seite 885] ἡ, ion. σιτοδηΐη, Mangel an Getreide, an Brot, übh. an Nahrung; Her. 1, 22. 94; Thuc. 4, 36; σιτοδείας παρὰ πᾶσιν ἀνθρώπ οις γενομένης, Dem. 20, 33; καὶ σπάνις τῶν ἀναγκαίων, Pol. 1, 18, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοδεία: ἡ, ἔλλειψις σίτου ἢ τροφῆς, Ἡρόδ. 1. 22, 94. Θουκ. 4. 36. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 444.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque de blé ou de vivres, disette.
Étymologie: σῖτος, δέω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σιτοδείη, Α
έλλειψη σιτηρών, πλήρης έλλειψη τροφίμων, λόγω κακής σοδειάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δεία (< -δεής < δέομαι «έχω έλλειψη»), πρβλ. ὀψο-δεία].
Greek Monotonic
σιτοδεία: Ιων. -δηΐη, ἡ (δέομαι), έλλειψη σιτηρών ή τροφής, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
σῑτοδεία: ион. σῑτοδηΐη ἡ нехватка хлеба или недостаток продовольствия Her., Thuc., Dem., Arst., Polyb.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτοδεία -ας, ἡ, Ion. σιτοδείη [σῐτος, δέομαι] voedselgebrek.
Middle Liddell
σῑτο-δεία, Ionic -δηίη, ἡ, δέομαι
want of corn or food, Hdt., Thuc.