τράγειος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[τράγειος]], - | |mltxt=-α, -ο / [[τράγειος]], -εῖα, -ον, ΝΜΑ, και [[τράγιος]], -(ί)α, -ον ΝΜ, και [[τράγεος]], -έα, -ον και ιων. τ. θηλ. τραγείη και τ. ουδ. [[τραγεῖον]], Α [[τράγος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τράγο ή προέρχεται από τράγο, [[τραγήσιος]] (α. «[[τράγιο]] [[κρέας]]» β. «τῶν [[κρεῶν]] τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[τράγιο]]<br />α) το [[φυτό]] ανδρόσαιμο<br />β) το [[φυτό]] [[γλυκάνισο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κρέας]] τράγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> (ενν. <i>δορὰ</i>) [[δέρμα]] τράγου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> (στην [[Κρήτη]]) [[είδος]] υπερείκου που ευδοκιμεί το [[φθινόπωρο]] και το οποίο αποπνέει [[οσμή]] τράγου. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:05, 27 September 2022
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, = τράγεος, of or from a he-goat, κρέα, κρέας, Gal. 6.486, Philostr. Gym.43; στέαρ Dsc.2.76.18; αἷμα PHolm.7.30 (-ιον Pap.), 10.6; ἡ τραγείη (sc. δορά) a goat's skin, Theoc.5.51.
German (Pape)
[Seite 1132] vom Bocke, ihm gehörig; ἡ τραγείη, sc. δορά, Bocksfell, Theocr. 5, 51, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
τράγειος: [ᾰ], -α, -ον, ὡς τὸ τράγεος, ὁ τοῦ τράγου, τραγήσιος, τῶν κρεῶν τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια Φιλοστρ. Γυμναστ. σελ. 4 Kayser, Κλήμ. Ἀλεξ. 850· ἡ τραγείη (ἐξυπακ. δορά), δέρμα τράγου, Θεόκρ. 5. 51.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de bouc ; ἡ τραγείη (δορά) peau de bouc.
Étymologie: τράγος.
Greek Monolingual
-α, -ο / τράγειος, -εῖα, -ον, ΝΜΑ, και τράγιος, -(ί)α, -ον ΝΜ, και τράγεος, -έα, -ον και ιων. τ. θηλ. τραγείη και τ. ουδ. τραγεῖον, Α τράγος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τράγο ή προέρχεται από τράγο, τραγήσιος (α. «τράγιο κρέας» β. «τῶν κρεῶν τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια», Φιλόστρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τράγιο
α) το φυτό ανδρόσαιμο
β) το φυτό γλυκάνισο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. κρέας τράγου
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. (ενν. δορὰ) δέρμα τράγου
2. το ουδ. ως ουσ. (στην Κρήτη) είδος υπερείκου που ευδοκιμεί το φθινόπωρο και το οποίο αποπνέει οσμή τράγου.
Greek Monotonic
τράγειος: -α, -ον (τράγος), τραγίσιος, αυτός που προέρχεται από τράγο· ἡτραγείη (ενν. δορά), το δέρμα τράγου, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
τράγειος, η, ον τράγος
of or from a he-goat: ὁ τραγείη (sc. δορά) a goat's skin, Theocr.