διατιμητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(9)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diatimitikos
|Transliteration C=diatimitikos
|Beta Code=diatimhtiko/s
|Beta Code=diatimhtiko/s
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> gloss on [[δοκιμαστικός]], Suid.</span>
|Definition=gloss on [[δοκιμαστικός]], Suid.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que fija una pena]], [[penal]] νόμος Hippol.<i>Haer</i>.5.20.3.<br /><b class="num">2</b> [[que prueba]], [[probatorio]] Sud.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0607.png Seite 607]] ή, όν, abschätzend, = [[δοκιμαστικός]], Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0607.png Seite 607]] ή, όν, abschätzend, = [[δοκιμαστικός]], Suid.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que fija una pena]], [[penal]] νόμος Hippol.<i>Haer</i>.5.20.3.<br /><b class="num">2</b> [[que prueba]], [[probatorio]] Sud.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[διατιμητικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[διατίμηση]]<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] για [[ένδειξη]] ή υπολογισμό [[τιμής]] πράγματος<br /><b>μσν.</b><br />[[δοκιμαστικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[διατιμητικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[διατίμηση]]<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] για [[ένδειξη]] ή υπολογισμό [[τιμής]] πράγματος<br /><b>μσν.</b><br />[[δοκιμαστικός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατῑμητικός Medium diacritics: διατιμητικός Low diacritics: διατιμητικός Capitals: ΔΙΑΤΙΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diatimētikós Transliteration B: diatimētikos Transliteration C: diatimitikos Beta Code: diatimhtiko/s

English (LSJ)

gloss on δοκιμαστικός, Suid.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que fija una pena, penal νόμος Hippol.Haer.5.20.3.
2 que prueba, probatorio Sud.

German (Pape)

[Seite 607] ή, όν, abschätzend, = δοκιμαστικός, Suid.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ διατιμητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στη διατίμηση
2. ο χρήσιμος για ένδειξη ή υπολογισμό τιμής πράγματος
μσν.
δοκιμαστικός.