ἀκριβολόγος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)kribolo/gos
|Beta Code=a)kribolo/gos
|Definition=ον, [[precise in argument]], in plural, Timo <span class="bibl">25.2</span>.
|Definition=ον, [[precise in argument]], in plural, Timo <span class="bibl">25.2</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[argumento sutil]] ἀκριβολόγους ἀποφήνας Timo <i>SHell</i>.799.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui parle avec précision.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκριβής]], [[λέγω]]³.
|btext=ος, ον :<br />qui parle avec précision.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκριβής]], [[λέγω]]³.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[argumento sutil]] ἀκριβολόγους ἀποφήνας Timo <i>SHell</i>.799.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῑβολόγος Medium diacritics: ἀκριβολόγος Low diacritics: ακριβολόγος Capitals: ΑΚΡΙΒΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: akribológos Transliteration B: akribologos Transliteration C: akrivologos Beta Code: a)kribolo/gos

English (LSJ)

ον, precise in argument, in plural, Timo 25.2.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ argumento sutil ἀκριβολόγους ἀποφήνας Timo SHell.799.

German (Pape)

[Seite 81] genau redend, Tim. bei Diog. L. 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐβολόγος: -ον, ἀκριβὴς ἐν λόγῳ, ἐν ἐπιχειρήμασι λογικοῖς, κατὰ πληθ., Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle avec précision.
Étymologie: ἀκριβής, λέγω³.

Greek Monolingual

ο, η (Α ἀκριβολόγος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που εκφράζεται με σαφήνεια, με ακρίβεια, που κυριολεκτεί
2. αυτός που ο λόγος του χαρακτηρίζεται από συνέπεια, ενάργεια και ορθότητα
αρχ.
αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβὴς + -λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. ακριβολογία
αρχ.-μσν.
ἀκριβολογοῦμαι
νεοελλ.
ακριβολογώ].
-η, -ο
1. αυτός που μιλάει σπάνια και με συντομία
2. αυτός που μιλάει με μέτρο και σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο- + -λογος < λέγω.

Greek Monotonic

ἀκρῑβολόγος: -ον, αυτός που επιχειρηματολογεί με ακρίβεια.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρῑβολόγος:строго рассуждающий оратор, ревнитель точности Diog. L.

Middle Liddell

precise in argument.