ἀμόρφωτος: Difference between revisions
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)mo/rfwtos | |Beta Code=a)mo/rfwtos | ||
|Definition=ον, [[not formed]], [[unwrought]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>249</span>; [[without form]], θεός Procl. [[in R]]. 1.40 K.; <b class="b3">ἀ. καὶ ἀσχημάτιστος ὕλα</b> Ti. Locr.94a, cf. <span class="bibl">Plot.6.7.3</span>; [[unfigured]], of stars in no constellation, Ptol. <span class="title">Alm.</span>7.5. Adv. ἀμορφώτως <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Prm.</span>p.780</span> S. | |Definition=ον, [[not formed]], [[unwrought]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>249</span>; [[without form]], θεός Procl. [[in R]]. 1.40 K.; <b class="b3">ἀ. καὶ ἀσχημάτιστος ὕλα</b> Ti. Locr.94a, cf. <span class="bibl">Plot.6.7.3</span>; [[unfigured]], of stars in no constellation, Ptol. <span class="title">Alm.</span>7.5. Adv. ἀμορφώτως <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Prm.</span>p.780</span> S. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[carente de forma]], [[no conformado]] S.<i>Fr</i>.249, ὅταν μὲν θείας ἐπιφανείας ἀναγράφωσιν, ἀ. αὐτὰς καὶ ἀσχηματίστους πειρῶνται φυλάττειν Procl.<i>in R</i>.1.114.3, θεός Procl.<i>in R</i>.1.40.1, cf. Sm.<i>Ps</i>.138.16, ὕλη Plot.6.7.3, χαλκός Them.<i>in Ph</i>.25.13.<br /><b class="num">2</b> [[que no figura]], [[no configurado]] en una constelación de estrellas, Ptol.<i>Alm</i>.7.5.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin forma]] [[δόξα]] δὲ λογικῶς μὲν αὐτῶν ἀντιλαμβάνεται καὶ ἀμορφώτως Procl.<i>in Prm</i>.994.39, cf. <i>in R</i>.2.243.24. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμόρφωτος''': -ον, ([[μορφόω]]) ὁ μὴ λαβὼν μορφὴν ἢ [[σχῆμα]], [[ἀδιατύπωτος]], Σοφ. Ἀποσπ. 243· ἀμ. καὶ [[ἀσχημάτιστος]] Τίμ. Λοκρ. 94Α. | |lstext='''ἀμόρφωτος''': -ον, ([[μορφόω]]) ὁ μὴ λαβὼν μορφὴν ἢ [[σχῆμα]], [[ἀδιατύπωτος]], Σοφ. Ἀποσπ. 243· ἀμ. καὶ [[ἀσχημάτιστος]] Τίμ. Λοκρ. 94Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:58, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, not formed, unwrought, S.Fr.249; without form, θεός Procl. in R. 1.40 K.; ἀ. καὶ ἀσχημάτιστος ὕλα Ti. Locr.94a, cf. Plot.6.7.3; unfigured, of stars in no constellation, Ptol. Alm.7.5. Adv. ἀμορφώτως Procl. in Prm.p.780 S.
Spanish (DGE)
-ον
I 1carente de forma, no conformado S.Fr.249, ὅταν μὲν θείας ἐπιφανείας ἀναγράφωσιν, ἀ. αὐτὰς καὶ ἀσχηματίστους πειρῶνται φυλάττειν Procl.in R.1.114.3, θεός Procl.in R.1.40.1, cf. Sm.Ps.138.16, ὕλη Plot.6.7.3, χαλκός Them.in Ph.25.13.
2 que no figura, no configurado en una constelación de estrellas, Ptol.Alm.7.5.
II adv. -ως sin forma δόξα δὲ λογικῶς μὲν αὐτῶν ἀντιλαμβάνεται καὶ ἀμορφώτως Procl.in Prm.994.39, cf. in R.2.243.24.
German (Pape)
[Seite 128] nicht gestaltet, ὕλη Tim. Locr. 94 a; Soph. frg. 243.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμόρφωτος: -ον, (μορφόω) ὁ μὴ λαβὼν μορφὴν ἢ σχῆμα, ἀδιατύπωτος, Σοφ. Ἀποσπ. 243· ἀμ. καὶ ἀσχημάτιστος Τίμ. Λοκρ. 94Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμόρφωτος, -ον) νεοελλ.
1. αυτός που δεν μορφώθηκε, απαίδευτος, αγράμματος, αμαθής,
2. αυτός που δεν δείχνει ούτε τη στοιχειώδη ευγένεια, αγενής, άξεστος
αρχ.
αυτός που δεν έλαβε μορφή, σχήμα, ασχημάτιστος αδιαμόρφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο ἀμόρφωτος < ἄμορφος, ενώ το νεοελλ. αμόρφωτος < α- στερ. + μορφώνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμορφωσιά].
Russian (Dvoretsky)
ἀμόρφωτος: неоформленный, бесформенный (ὕλη Plat.).