ἐντριβής: Difference between revisions
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)ntribh/s | |Beta Code=e)ntribh/s | ||
|Definition=ές, metaph. from the touchstone, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[proved by rubbing]], [[versed]] or [[practised in]], ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐ. <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>177</span>; τέχνῃ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>769b</span>; περί τι <span class="bibl">Isoc.15.187</span>; [[πληγῶν]] Sch.<span class="bibl">Il.11.559</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἐ. ὁδός</b> [[beaten]] track, <span class="bibl">App.<span class="title">Hann.</span>4</span>.</span> | |Definition=ές, metaph. from the touchstone, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[proved by rubbing]], [[versed]] or [[practised in]], ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐ. <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>177</span>; τέχνῃ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>769b</span>; περί τι <span class="bibl">Isoc.15.187</span>; [[πληγῶν]] Sch.<span class="bibl">Il.11.559</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἐ. ὁδός</b> [[beaten]] track, <span class="bibl">App.<span class="title">Hann.</span>4</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἐντρῐβής) -ές<br /><b class="num">1</b> de pers. [[experimentado en]], [[experto en]] c. dat. ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐ. S.<i>Ant</i>.177, τῇ τοιαύτῃ τέχνῃ Pl.<i>Lg</i>.769b, c. compl. prep. περὶ τὴν χρείαν Isoc.15.187, εἰς μίμησιν τῷ παιδί ... ἤδη ἐντριβεστέρῳ Clem.Al.<i>Strom</i>.6.17.160, c. gen. πληγῶν Sch.Er.<i>Il</i>.11.559b<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἐ. [[experiencia]] τὸ ἐν λόγοις ἐ. Cyr.Al.M.70.757D.<br /><b class="num">2</b> de cosas y abstr. [[usado]], [[frecuentado]] ἐ. ὁδός camino trillado, muy usado</i> App.<i>Hann</i>.4, Max.Tyr.6.2, cf. Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.29.19<br /><b class="num">•</b>fig. [[usado]], [[familiar]], [[acostumbrado]] οὐκ ἔστιν ἡ πρώτη σύνταξις ἐντριβεστέρα χωρὶς ἄρθρων λεγομένη A.D.<i>Synt</i>.69.1, ῥῆμα Cyr.Al.<i>Luc</i>.2.117.27, ἡ τοῖς πατράσιν ἐ. ... εὐσεβεία Cyr.Al.M.71.40B, cf. 68.537. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />frotté sur ; rompu à, expert : τινι, [[περί]] [[τι]] en qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντρίβω]]. | |btext=ής, ές :<br />frotté sur ; rompu à, expert : τινι, [[περί]] [[τι]] en qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντρίβω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:57, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, metaph. from the touchstone, A proved by rubbing, versed or practised in, ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐ. S.Ant.177; τέχνῃ Pl.Lg.769b; περί τι Isoc.15.187; πληγῶν Sch.Il.11.559. 2 ἐ. ὁδός beaten track, App.Hann.4.
Spanish (DGE)
(ἐντρῐβής) -ές
1 de pers. experimentado en, experto en c. dat. ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐ. S.Ant.177, τῇ τοιαύτῃ τέχνῃ Pl.Lg.769b, c. compl. prep. περὶ τὴν χρείαν Isoc.15.187, εἰς μίμησιν τῷ παιδί ... ἤδη ἐντριβεστέρῳ Clem.Al.Strom.6.17.160, c. gen. πληγῶν Sch.Er.Il.11.559b
•neutr. subst. τὸ ἐ. experiencia τὸ ἐν λόγοις ἐ. Cyr.Al.M.70.757D.
2 de cosas y abstr. usado, frecuentado ἐ. ὁδός camino trillado, muy usado App.Hann.4, Max.Tyr.6.2, cf. Cyr.Al.Luc.1.29.19
•fig. usado, familiar, acostumbrado οὐκ ἔστιν ἡ πρώτη σύνταξις ἐντριβεστέρα χωρὶς ἄρθρων λεγομένη A.D.Synt.69.1, ῥῆμα Cyr.Al.Luc.2.117.27, ἡ τοῖς πατράσιν ἐ. ... εὐσεβεία Cyr.Al.M.71.40B, cf. 68.537.
German (Pape)
[Seite 858] ές, an Etwas gerieben, geübt worin; πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ Soph. Ant. 177; τῇ τοιαύτῃ τέχνῃ Plat. Legg. VI, 769 b; Sp.; ἐντριβεῖς γενέσθαι καὶ γυμνασθῆναι vrbdt Isocr. – Sp. auch τινός, wie πληγῶν Schol. Il. 11, 559. – Adv. ἐντριβῶς, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντρῐβής: -ές, μεταφ. ἐκ τῆς λυδίας λίθου, ἐν ᾗ ἐντριβόμενος δοκιμάζεται ὁ χρυσός, δεδοκιμασμένος ἔν τινι, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ Σοφ. Ἀντιγ. 177· ἐντριβής, ἔμπειρος, ἐπεὶ ἐντριβής γε οὐδαμῶς γέγονα τῇ τοιαύτῃ τέχνῃ Πλάτ. Νόμοι 789Β· ἐντριβεῖς γενέσθαι... περὶ τὴν χρείαν καὶ τὴν ἐμπειρίαν αὐτῶν Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 187· τινὸς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 559· πρβλ. παρατρίβω.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
frotté sur ; rompu à, expert : τινι, περί τι en qch.
Étymologie: ἐντρίβω.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐντριβής, -ές)
1. έμπειρος, πεπειραμένος, εξασκημένος, ειδικός, δοκιμασμένος, δόκιμος (μτφ. από τα κράματα που έτριβαν πάνω στη λυδία λίθο, για να ελέγξουν την καθαρότητά τους σε χρυσό)
(α. «είναι εντριβής φιλόλογος» β. «πρὶν ἄν ἀρχαῑς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῆ» — πριν αποδειχθεί έμπειρος, πριν δοκιμαστεί, Σοφ.)
2. (για δρόμο) πεπατημένος, πολύχρηστος («ὁδὸς ἐντριβής» — πολυχρησιμοποιημένη, πεπατημένη, Aππ.)
μσν.
συνηθισμένος.
επίρρ...
ἐντριβῶς (Μ)
με γνώση, με πείρα, ειδημόνως.
Greek Monotonic
ἐντρῐβής: -ές, μεταφ. από τη λυδία λίθο, αυτός που δοκιμάζεται με τρίψιμο, δοκιμασμένος, έμπειρος σε κάτι, με δοτ., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐντριβής: опытный, сведущий (τινι Soph., Plat. и περί τι Isocr.).
Middle Liddell
ἐντρῐβής, ές [from ἐντρίβω
metaph. from the touchstone, proved by rubbing, versed in a thing, c. dat., Soph.
English (Woodhouse)
experienced in, familiar with, practised in, proficient in, skilled in