κίκι: Difference between revisions
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=ki/ki | |Beta Code=ki/ki | ||
|Definition=τό (on the accent v. Hdn.Gr.1.354, 2.766; [[κῖκι]] codd. Str. et Orib.), [[castor oil]], Hdt.2.94, Pl.Ti.60a, PHib.1.121.17, al. (iii B.C.), Ruf. ap. Orib.7.26.39, etc.; also, the [[castor oil tree]], [[Ricinus communis]], Str.17.2.5, Dsc.4.161; gen. τοῦ κίκεως Gal.11.649, 12.26; κίκιος Hdn. Gr.2.767; also τῆς κικέας Aët.8.30, Paul.Aeg.7.20. | |Definition=τό (on the accent v. Hdn.Gr.1.354, 2.766; [[κῖκι]] codd. Str. et Orib.), [[castor oil]], Hdt.2.94, Pl.Ti.60a, PHib.1.121.17, al. (iii B.C.), Ruf. ap. Orib.7.26.39, etc.; also, the [[castor oil tree]], [[Ricinus communis]], Str.17.2.5, Dsc.4.161; gen. τοῦ κίκεως Gal.11.649, 12.26; κίκιος Hdn. Gr.2.767; also τῆς κικέας Aët.8.30, Paul.Aeg.7.20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=κίκεως (τό) :<br />ricin, <i>arbrisseau</i>.<br />'''Étymologie:''' mot égyptien selon HDT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίκι''': τό, = κρότων ἢ σίλλι, Ἡρόδ. 2. 94· [[ὡσαύτως]] ὁ [[καρπὸς]] τοῦ κίκεως (ἐξ οὗ τὸ γνωστὸν καθαρτικὸν [[ἔλαιον]]), Πλάτ. Τίμ. 60Α, Στράβ. 824· ― [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., γεν. τῆς κίκεως Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 297· τῆς [[κίκι]] Γαλ. Γλωσσ. | |lstext='''κίκι''': τό, = κρότων ἢ σίλλι, Ἡρόδ. 2. 94· [[ὡσαύτως]] ὁ [[καρπὸς]] τοῦ κίκεως (ἐξ οὗ τὸ γνωστὸν καθαρτικὸν [[ἔλαιον]]), Πλάτ. Τίμ. 60Α, Στράβ. 824· ― [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., γεν. τῆς κίκεως Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 297· τῆς [[κίκι]] Γαλ. Γλωσσ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:07, 1 October 2022
English (LSJ)
τό (on the accent v. Hdn.Gr.1.354, 2.766; κῖκι codd. Str. et Orib.), castor oil, Hdt.2.94, Pl.Ti.60a, PHib.1.121.17, al. (iii B.C.), Ruf. ap. Orib.7.26.39, etc.; also, the castor oil tree, Ricinus communis, Str.17.2.5, Dsc.4.161; gen. τοῦ κίκεως Gal.11.649, 12.26; κίκιος Hdn. Gr.2.767; also τῆς κικέας Aët.8.30, Paul.Aeg.7.20.
French (Bailly abrégé)
κίκεως (τό) :
ricin, arbrisseau.
Étymologie: mot égyptien selon HDT.
Greek (Liddell-Scott)
κίκι: τό, = κρότων ἢ σίλλι, Ἡρόδ. 2. 94· ὡσαύτως ὁ καρπὸς τοῦ κίκεως (ἐξ οὗ τὸ γνωστὸν καθαρτικὸν ἔλαιον), Πλάτ. Τίμ. 60Α, Στράβ. 824· ― ὡσαύτως ὡς θηλ., γεν. τῆς κίκεως Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 297· τῆς κίκι Γαλ. Γλωσσ.
Greek Monolingual
το (Α κίκι και κῑκι, -εως και -ιος)
το φυτό ρίκινος
αρχ.
το καθαρτικό λάδι που εκθλίβεται από τον καρπό του φυτού αυτού, το κικινέλαιο, το ρετσινόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως.
ΠΑΡ. αρχ. κικέα, κίκινος, κ'ικιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. κικιουργός, κικιοφόρος).
Greek Monotonic
κίκι: τό, σπέρμα ελαιώδους θάμνου, από το οποίο εξάγεται το καστορέλαιο που χρησιμοποιείται ως καθαρτικό ή λιπαντικό.
Russian (Dvoretsky)
κίκι: κίκεως τό бот. клещевина, тж. клещевинное или касторовое масло Her., Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίκι -εως en -ιος, τό, ook κῖκι, wonderboom ( Ricinus communis); wonderolie (olie van de wonderboom).