θεόπνευστος: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1197.png Seite 1197]] von Gott angehaucht, begeistert, [[σοφία]] Phocyl. 121, ὄνειροι Plut. plac. phil. 5, 2, [[γραφή]] N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1197.png Seite 1197]] von Gott angehaucht, begeistert, [[σοφία]] Phocyl. 121, ὄνειροι Plut. plac. phil. 5, 2, [[γραφή]] N. T. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />inspiré par la divinité.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[πνέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεόπνευστος''': -ον, ἐμπνευσθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, σοφίη Ψευδο-Φωκυλ. 121∙ ὄνειροι Πλούτ. 2. 904F∙ πᾶσα γραφὴ Β΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. γ΄, 16∙ ἀρχιερεὺς Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1062. | |lstext='''θεόπνευστος''': -ον, ἐμπνευσθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, σοφίη Ψευδο-Φωκυλ. 121∙ ὄνειροι Πλούτ. 2. 904F∙ πᾶσα γραφὴ Β΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. γ΄, 16∙ ἀρχιερεὺς Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1062. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 18:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, inspired of God, σοφίη Ps.-Phoc.129; ὄνειροι Plu.2.904f; πᾶσα γραφή 2 Ep.Ti.3.16; δημιούργημα Vett.Val.330.19.
German (Pape)
[Seite 1197] von Gott angehaucht, begeistert, σοφία Phocyl. 121, ὄνειροι Plut. plac. phil. 5, 2, γραφή N. T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inspiré par la divinité.
Étymologie: θεός, πνέω.
Greek (Liddell-Scott)
θεόπνευστος: -ον, ἐμπνευσθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, σοφίη Ψευδο-Φωκυλ. 121∙ ὄνειροι Πλούτ. 2. 904F∙ πᾶσα γραφὴ Β΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. γ΄, 16∙ ἀρχιερεὺς Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1062.
English (Strong)
from θεός and a presumed derivative of πνέω; divinely breathed in: given by inspiration of God.
English (Thayer)
θεοπνευστον (Θεός and πνέω), inspired by God: γραφή, i. e. the contents of Scripture, πᾶς, I:1c.); σοφιη (pseudo-) Phocyl. 121; ὄνειροι, Plutarch, de plac. Philippians 5,2, 3, p. 904f.; (Sibylline Oracles 8,411 (cf. 308); Nonnus, paraphr. ev. Ioan. 1,99). (ἐμπνευστος also is used passively, but ἄπνευστος, ἐυπνευστος, πυριπνευστος (δυσδιαπνευστος), actively (and δυσαναπνευστος; apparently either active or passive; cf. Winer's Grammar, 96 (92) note).)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM θεόπνευστος, -ον)
αυτός που γίνεται με θεία έμπνευση («θεόπνευστο κήρυγμα»)
αρχ.
ιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πνευστος (< πνέω), πρβλ. ευ-ανά-πνευστος, ηδύ-πνευστος].
Greek Monotonic
θεόπνευστος: -ον (πνέω), εμπνευσμένος από το θεό, φωτισμένος με θείο πνεύμα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
θεόπνευστος:
1) навеянный богами (ὄνειροι Plut.);
2) боговдохновенный (γραφή NT).
Middle Liddell
θεό-πνευστος, ον πνέω
inspired of God, NTest.
Chinese
原文音譯:qeÒpneustoj 帖哦-普扭士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:神(安置者)-吹
字義溯源:有神聖的吹氣的,神所默示的,神所吹氣的;由(θεός)*=神)與(πνέω)*=吹氣)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 神所吹氣的(1) 提後3:16