δεκαέτηρος: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0542.png Seite 542]] [[χρόνος]], eine Zeit von 10 Jahren, Plat. Legg. VI, 772 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0542.png Seite 542]] [[χρόνος]], eine Zeit von 10 Jahren, Plat. Legg. VI, 772 b.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />décennal.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[ἔτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δεκαέτηρος''': -ον, ([[ἔτος]]) ὁ [[δέκα]] ἔτη [[μακρός]], [[χρόνος]] δ., χρονικὴ [[περίοδος]] [[δέκα]] ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 772Β·- θηλ. δεκαετηρὶς [[πανήγυρις]], ἡ διὰ [[δέκα]] ἐτῶν τελουμένη, Δίων Κ. 57. 24· - [[ὡσαύτως]] δεκαετηρία, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610.
|lstext='''δεκαέτηρος''': -ον, ([[ἔτος]]) ὁ [[δέκα]] ἔτη [[μακρός]], [[χρόνος]] δ., χρονικὴ [[περίοδος]] [[δέκα]] ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 772Β·- θηλ. δεκαετηρὶς [[πανήγυρις]], ἡ διὰ [[δέκα]] ἐτῶν τελουμένη, Δίων Κ. 57. 24· - [[ὡσαύτως]] δεκαετηρία, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />décennal.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[ἔτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκαέτηρος Medium diacritics: δεκαέτηρος Low diacritics: δεκαέτηρος Capitals: ΔΕΚΑΕΤΗΡΟΣ
Transliteration A: dekaétēros Transliteration B: dekaetēros Transliteration C: dekaetiros Beta Code: dekae/thros

English (LSJ)

ον, (ἔτος) ten-yearly: χρόνος δεκαέτηρος = a space of ten years. Pl.Lg.772b codd.:— fem. δεκαετηρὶς πανήγυρις D.C.57.24: more freq. as substantive, period of ten years, prob. in Pl.l.c., Vett. Val.252.9, OGI722 (Egypt, iv A.D.):— also δεκαετηρία, ἡ, title of Orphic work, Suid.

Spanish (DGE)

-ον
de diez años χρόνος Pl.Lg.772b (cód.), cf. δεκέτηρος.

German (Pape)

[Seite 542] χρόνος, eine Zeit von 10 Jahren, Plat. Legg. VI, 772 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
décennal.
Étymologie: δέκα, ἔτος.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαέτηρος: -ον, (ἔτος) ὁ δέκα ἔτη μακρός, χρόνος δ., χρονικὴ περίοδος δέκα ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 772Β·- θηλ. δεκαετηρὶς πανήγυρις, ἡ διὰ δέκα ἐτῶν τελουμένη, Δίων Κ. 57. 24· - ὡσαύτως δεκαετηρία, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610.

Greek Monolingual

δεκαέτηρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα ετών
2. «χρόνος δεκαέτηρος» — διάστημα χρονικό δέκα ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ετηρος < έτος (πρβλ. τριέτηρος)].

Greek Monotonic

δεκαέτηρος: -ον (ἔτος), αυτός που έχει χρονική διάρκεια δέκα ετών, δεκαετής, δεκάχρονος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δεκαέτηρος: Plat. = δεκαετής.

Middle Liddell

ἔτος
ten-yearly, Plat.