εὐμελής: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1080.png Seite 1080]] ές, 1) mit guter Modulation, wohlklingend, Sopat. bei Ath. IV, 175 c; μουσικὴ [[εὐμελής]], neben [[εὔρυθμος]], Arist. pol. 8, 7; D. Hal. C. V. 11. – 21 von guten Gliedern, [[γέρων]] εὐπαγὴς καὶ [[εὐμελής]] Ael. bei Suid. – 31 ([[μέλομαι]]) wohl besorgt, συμπόσια Plat. Ax. 371 d. –. Adv., auf seine Weise, Macho Ath. VIII, 577 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1080.png Seite 1080]] ές, 1) mit guter Modulation, wohlklingend, Sopat. bei Ath. IV, 175 c; μουσικὴ [[εὐμελής]], neben [[εὔρυθμος]], Arist. pol. 8, 7; D. Hal. C. V. 11. – 21 von guten Gliedern, [[γέρων]] εὐπαγὴς καὶ [[εὐμελής]] Ael. bei Suid. – 31 ([[μέλομαι]]) wohl besorgt, συμπόσια Plat. Ax. 371 d. –. Adv., auf seine Weise, Macho Ath. VIII, 577 d.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ής, ές :<br />harmonieux, mélodieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλος]] II.<br /><span class="bld">2</span>ής, ές :<br />aux membres robustes.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλος]] I.<br /><span class="bld">3</span>ής, ές :<br />bien soigné.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμελής''': -ές, [[μελῳδικός]], [[εὔηχος]], [[ῥυθμικός]], Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 1, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 175Ε· διάφορον τοῦ [[ἐμμελής]] ([[ἔμμετρος]]), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, κτλ.· [[καθόλου]], [[εὐάρεστος]], [[συμπόσιον]] Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D: ― Ἐπίρρ. -λῶς, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577D. ΙΙ. ἔχων ἰσχυρὰ [[μέλη]], Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπίκιος.
|lstext='''εὐμελής''': -ές, [[μελῳδικός]], [[εὔηχος]], [[ῥυθμικός]], Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 1, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 175Ε· διάφορον τοῦ [[ἐμμελής]] ([[ἔμμετρος]]), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, κτλ.· [[καθόλου]], [[εὐάρεστος]], [[συμπόσιον]] Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D: ― Ἐπίρρ. -λῶς, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577D. ΙΙ. ἔχων ἰσχυρὰ [[μέλη]], Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπίκιος.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ής, ές :<br />harmonieux, mélodieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλος]] II.<br /><span class="bld">2</span>ής, ές :<br />aux membres robustes.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλος]] I.<br /><span class="bld">3</span>ής, ές :<br />bien soigné.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:49, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμελής Medium diacritics: εὐμελής Low diacritics: ευμελής Capitals: ΕΥΜΕΛΗΣ
Transliteration A: eumelḗs Transliteration B: eumelēs Transliteration C: evmelis Beta Code: eu)melh/s

English (LSJ)

ές, A melodious, μουσική Arist.Pol. 1341b26, Sopat.10; opp. ἐμμελής (metrical), D.H.Comp.11, etc.: generally, agreeable, συμπόσια Pl.Ax.371d. Adv. -λῶς gracefully, Machoap. Ath.13.577d. II with stout limbs, Ael.Fr.110.

German (Pape)

[Seite 1080] ές, 1) mit guter Modulation, wohlklingend, Sopat. bei Ath. IV, 175 c; μουσικὴ εὐμελής, neben εὔρυθμος, Arist. pol. 8, 7; D. Hal. C. V. 11. – 21 von guten Gliedern, γέρων εὐπαγὴς καὶ εὐμελής Ael. bei Suid. – 31 (μέλομαι) wohl besorgt, συμπόσια Plat. Ax. 371 d. –. Adv., auf seine Weise, Macho Ath. VIII, 577 d.

French (Bailly abrégé)

1ής, ές :
harmonieux, mélodieux.
Étymologie: εὖ, μέλος II.
2ής, ές :
aux membres robustes.
Étymologie: εὖ, μέλος I.
3ής, ές :
bien soigné.
Étymologie: εὖ, μέλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμελής: -ές, μελῳδικός, εὔηχος, ῥυθμικός, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 1, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 175Ε· διάφορον τοῦ ἐμμελής (ἔμμετρος), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, κτλ.· καθόλου, εὐάρεστος, συμπόσιον Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D: ― Ἐπίρρ. -λῶς, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577D. ΙΙ. ἔχων ἰσχυρὰ μέλη, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπίκιος.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐμελής, -ές)
μελωδικός, εύηχος, αρμονικός, γεμάτος αρμονία («εὐμελὴς μουσική», Αριστοτ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει καλλίγραμμα και αρμονικά τα μέλη του σώματος, που διαθέτει σωματική συμμετρία, ευγραμμία, πλαστικότητα
αρχ.
ευχάριστος, συμπαθής, ευάρεστος («εὐμελῆ συμπόσια», Πλάτ.).
επίρρ...
εὐμελῶς (ΑΜ)
1. με μελωδία, μελωδικά, με χάρη
2. με ωραία και δυνατά μέλη
μσν.
με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μελής (< μέλος), πρβλ. εμ-μελής].

Greek Monotonic

εὐμελής: -ές (μέλος), μελωδικός, εύηχος, ρυθμικός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμελής: μέλος мелодичный, певучий (μουσική Arst.).
μέλω хорошо устроенный (συμπόσιον Plat.).

Middle Liddell

εὐ-μελής, ές μέλος
musical, rhythmical, Arist.