γλυφή: Difference between revisions
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(γλῠφή) -ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[grabado]], [[talla de madera]], Call.<i>Fr</i>.202.27 (cj.), D.S.5.44, D.Chr.7.117, 12.44, 1.78, μέλαθρον σὺν γλυφῇ <i>SB</i> 10299.117 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[inscripción]] o [[grabado]] γ. τῶν στοιχείων Gr.Nyss.<i>Pss</i>.160.19, γλυφαῖσιν εἵδρυσεν τάφον <i>ISmyrna</i> 544d.1 (III d.C.), ὅθεν ἐποιήσατο γλυφὴν τῇ σφραγῖδι Plu.2.985b, cf. Iambl.<i>Protr</i>.21, <i>CIG</i> 4558.4 (Palestina)<br /><b class="num">•</b>[[escultura]], [[talla]] ἀγαλμάτων γ. <i>IAE</i> 52B.17 (III a.C.), γλυφὴ καὶ ζωγραφία τοῦ στύλου la escultura y la pintura de la columna</i>, <i>ISyène</i> 13.8 (II d.C.), cf. Ph.1.666, Δημητρίου γ. obra escultórica de Demetrio</i>, <i>IG</i> 5(1).540.11 (Laconia III d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[incisión]] hecha con un cincel, Anon. en Sud.s.u. καινοπρεπές, en cirugía, Paul.Aeg.6.117.4. | |dgtxt=(γλῠφή) -ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[grabado]], [[talla de madera]], Call.<i>Fr</i>.202.27 (cj.), D.S.5.44, D.Chr.7.117, 12.44, 1.78, μέλαθρον σὺν γλυφῇ <i>SB</i> 10299.117 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[inscripción]] o [[grabado]] γ. τῶν στοιχείων Gr.Nyss.<i>Pss</i>.160.19, γλυφαῖσιν εἵδρυσεν τάφον <i>ISmyrna</i> 544d.1 (III d.C.), ὅθεν ἐποιήσατο γλυφὴν τῇ σφραγῖδι Plu.2.985b, cf. Iambl.<i>Protr</i>.21, <i>CIG</i> 4558.4 (Palestina)<br /><b class="num">•</b>[[escultura]], [[talla]] ἀγαλμάτων γ. <i>IAE</i> 52B.17 (III a.C.), γλυφὴ καὶ ζωγραφία τοῦ στύλου la escultura y la pintura de la columna</i>, <i>ISyène</i> 13.8 (II d.C.), cf. Ph.1.666, Δημητρίου γ. obra escultórica de Demetrio</i>, <i>IG</i> 5(1).540.11 (Laconia III d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[incisión]] hecha con un cincel, Anon. en Sud.s.u. καινοπρεπές, en cirugía, Paul.Aeg.6.117.4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />ciselure, gravure.<br />'''Étymologie:''' [[γλύφω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλῠφή''': ἡ, τὸ γλύφειν, σκαλίζειν, καὶ αὐτὸ τὸ γεγλυμμένον, τὸ [[γλύμμα]], Διόδ. 5. 44· γλ. τῇ σφραγῖδι, τὸ [[ἔμβλημα]] αὐτῆς, ἡ ἐπ’ αὐτῆς [[παράστασις]], Πλούτ. 2. 985Β· Δημητρίου γλ., [[ἐργασία]] τοῦ Δημ., ὑπό τινα γλυφήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1409, πρβλ. 4558. ΙΙ. ὀπὴ ἀνεῳγμένη διὰ σμίλης, παρὰ Σουΐδ. (καινοπρεπές). | |lstext='''γλῠφή''': ἡ, τὸ γλύφειν, σκαλίζειν, καὶ αὐτὸ τὸ γεγλυμμένον, τὸ [[γλύμμα]], Διόδ. 5. 44· γλ. τῇ σφραγῖδι, τὸ [[ἔμβλημα]] αὐτῆς, ἡ ἐπ’ αὐτῆς [[παράστασις]], Πλούτ. 2. 985Β· Δημητρίου γλ., [[ἐργασία]] τοῦ Δημ., ὑπό τινα γλυφήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1409, πρβλ. 4558. ΙΙ. ὀπὴ ἀνεῳγμένη διὰ σμίλης, παρὰ Σουΐδ. (καινοπρεπές). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ,
A carving: carved work, D.S.5.44, CPHerm.127 (iii A. D.); γ. τῇ σφραγῖδι ποιεῖν its emblem, device, Plu.2.985b, cf. Iamb.Protr.21.κγ; Δημητρίου γ. the work of Demetrius, under a carving, IG5(1).540 (Mistrá), cf. CIG4558 (Acre).
II hole cut in a beam, Anon. ap. Suid. v. καινοπρεπές.
Spanish (DGE)
(γλῠφή) -ῆς, ἡ
1 grabado, talla de madera, Call.Fr.202.27 (cj.), D.S.5.44, D.Chr.7.117, 12.44, 1.78, μέλαθρον σὺν γλυφῇ SB 10299.117 (III d.C.)
•inscripción o grabado γ. τῶν στοιχείων Gr.Nyss.Pss.160.19, γλυφαῖσιν εἵδρυσεν τάφον ISmyrna 544d.1 (III d.C.), ὅθεν ἐποιήσατο γλυφὴν τῇ σφραγῖδι Plu.2.985b, cf. Iambl.Protr.21, CIG 4558.4 (Palestina)
•escultura, talla ἀγαλμάτων γ. IAE 52B.17 (III a.C.), γλυφὴ καὶ ζωγραφία τοῦ στύλου la escultura y la pintura de la columna, ISyène 13.8 (II d.C.), cf. Ph.1.666, Δημητρίου γ. obra escultórica de Demetrio, IG 5(1).540.11 (Laconia III d.C.).
2 incisión hecha con un cincel, Anon. en Sud.s.u. καινοπρεπές, en cirugía, Paul.Aeg.6.117.4.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
ciselure, gravure.
Étymologie: γλύφω.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠφή: ἡ, τὸ γλύφειν, σκαλίζειν, καὶ αὐτὸ τὸ γεγλυμμένον, τὸ γλύμμα, Διόδ. 5. 44· γλ. τῇ σφραγῖδι, τὸ ἔμβλημα αὐτῆς, ἡ ἐπ’ αὐτῆς παράστασις, Πλούτ. 2. 985Β· Δημητρίου γλ., ἐργασία τοῦ Δημ., ὑπό τινα γλυφήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1409, πρβλ. 4558. ΙΙ. ὀπὴ ἀνεῳγμένη διὰ σμίλης, παρὰ Σουΐδ. (καινοπρεπές).
Greek Monolingual
η (AM γλυφή) γλύφω
1. σκάλισμα, γλυπτή παράσταση
2. (για σφραγίδα) έμβλημα·
Russian (Dvoretsky)
γλῠφή: ἡ резное изображение, резьба Plut., Diod.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλυφή -ῆς, ἡ γλύφω gegraveerde afbeelding, embleem (in een zegelring).