δασύμαλλος: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0524.png Seite 524]] dichtwollig, ὄιες Od. 9, 425, [[ἅπαξ]] εἰρημέν; [[αἰγίς]] Eur. Cycl. 360.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0524.png Seite 524]] dichtwollig, ὄιες Od. 9, 425, [[ἅπαξ]] εἰρημέν; [[αἰγίς]] Eur. Cycl. 360.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la laine touffue, au poil touffu.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]], [[μαλλός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾰσύμαλλος''': -ον, ὁ ἔχων δασὺν μαλλόν, πυκνόμαλλος, Ὀδ. Ι. 425, Εὐρ. Κύκλ. 360.
|lstext='''δᾰσύμαλλος''': -ον, ὁ ἔχων δασὺν μαλλόν, πυκνόμαλλος, Ὀδ. Ι. 425, Εὐρ. Κύκλ. 360.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la laine touffue, au poil touffu.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]], [[μαλλός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 19:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσύμαλλος Medium diacritics: δασύμαλλος Low diacritics: δασύμαλλος Capitals: ΔΑΣΥΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: dasýmallos Transliteration B: dasymallos Transliteration C: dasymallos Beta Code: dasu/mallos

English (LSJ)

ον, thick-fleeced, woolly, ὄϊες, αἰγίς, Od.9.425, E. Cyc.360.

Spanish (DGE)

(δᾰσύμαλλος) -ον
• Grafía: graf. δασύμαλος Hdn.Epim.69
• Prosodia: [-ῠ-]
1 cubierto de espesos vellones, lanudo ὄϊες Od.9.425, E.Cyc.360.
2 subst. ὁ δ. el melenudo κομήτης, ἀστὴρ καὶ ὁ δ. Hdn.l.c.

German (Pape)

[Seite 524] dichtwollig, ὄιες Od. 9, 425, ἅπαξ εἰρημέν; αἰγίς Eur. Cycl. 360.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la laine touffue, au poil touffu.
Étymologie: δασύς, μαλλός.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύμαλλος: -ον, ὁ ἔχων δασὺν μαλλόν, πυκνόμαλλος, Ὀδ. Ι. 425, Εὐρ. Κύκλ. 360.

English (Autenrieth)

thick-fleeced, Od. 9.425†.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύμαλλος, -ον)
δασύτριχος, πυκνόμαλλος
νεοελλ.
1. γένος κολεόπτερων εντόμων
2. γένος μυοπορινιδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + -μαλλος < μαλλός «τούφα μαλλιού»].

Greek Monotonic

δᾰσύμαλλος: -ον, πυκνόμαλλος, δασύτριχος, τριχωτός, αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασύμαλλος -ον [δασύς, μαλλός] wollig.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύμαλλος: густорунный, пушистый (ὄϊες Hom.; αἰγίς Eur.).

Middle Liddell

thick-fleeced, woolly, Od., Eur.