καθάπαξ: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1280.png Seite 1280]] ein für allemal, ganz und gar, Od. 21, 349 u. sonst; οὕτω κ. πέπρακεν ἑαυτόν Dem. 19, 118; Folgde; οὐδὲ [[καθάπαξ]], auch nicht einmal, Pol. 1, 2, 6 u. öfter, u. a. Sp.; οὐδὲ τὸ κ. S. Emp. adv. math. 11, 97.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1280.png Seite 1280]] ein für allemal, ganz und gar, Od. 21, 349 u. sonst; οὕτω κ. πέπρακεν ἑαυτόν Dem. 19, 118; Folgde; οὐδὲ [[καθάπαξ]], auch nicht einmal, Pol. 1, 2, 6 u. öfter, u. a. Sp.; οὐδὲ τὸ κ. S. Emp. adv. math. 11, 97.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />une fois pour toutes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἅπαξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθάπαξ''': Ἐπίρρ., [[ἅπαξ]] διὰ παντός, Ὀδ. Φ. 349, Δημ. 304. 22· - ἀκολούθως ὡς τὸ [[ἁπλῶς]], [[ἅπαξ]] διὰ παντός, «μιὰ [[φορά]]», οἱ [[καθάπαξ]] ἐχθροὶ ὁ αὐτ. 294. 11· τοῖς [[καθάπαξ]] ἀτίμοις ὁ αὐτ. 779. 6· οὕτω καθ. πέπρακεν ἑαυτὸν 377. 7, πρβλ. 542. 24· - οὐδὲ [[καθάπαξ]], οὐδὲ [[ἅπαξ]], Πολύβ. 1. 2, 6., 20, 12, κτλ.
|lstext='''καθάπαξ''': Ἐπίρρ., [[ἅπαξ]] διὰ παντός, Ὀδ. Φ. 349, Δημ. 304. 22· - ἀκολούθως ὡς τὸ [[ἁπλῶς]], [[ἅπαξ]] διὰ παντός, «μιὰ [[φορά]]», οἱ [[καθάπαξ]] ἐχθροὶ ὁ αὐτ. 294. 11· τοῖς [[καθάπαξ]] ἀτίμοις ὁ αὐτ. 779. 6· οὕτω καθ. πέπρακεν ἑαυτὸν 377. 7, πρβλ. 542. 24· - οὐδὲ [[καθάπαξ]], οὐδὲ [[ἅπαξ]], Πολύβ. 1. 2, 6., 20, 12, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />une fois pour toutes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἅπαξ]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 21:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθάπαξ Medium diacritics: καθάπαξ Low diacritics: καθάπαξ Capitals: ΚΑΘΑΠΑΞ
Transliteration A: kathápax Transliteration B: kathapax Transliteration C: kathapaks Beta Code: kaqa/pac

English (LSJ)

[ᾰπ], Adv. A once for all, Od.21.349, D.18.231, Phld.D.3 Fr.23, Jul.Or.2.70c; out-and-out, absolutely, οἱ κ. ἐχθροί D.18.197; κ. ἄτιμ ος γέγονεν Id.21.87, cf. 25.30; κ. σπουδαῖος, opp. κατά τι, Phld. Po.5.16, cf. Ph.2.6; opp. πρός τι, Archig. ap. Gal.8.626; οἱ κ. μὴ συναπ τόμενοι not at all, Ocell.4.4; οὕτω κ. πέπρακεν ἑαυτόν D.19.118; οὐδὲ κ. not even once, Plb.1.2.6, 1.20.12, etc.; οὐδὲ τὸ κ. S.E.M. 11.97; πάντως δ', οὐ κ. not merely in a single case, Demetr.Lac.Herc. 1055.22; singly, Plb.3.90.2. II each time,= ἑκάστοτε, PMag.Par.1.326.

German (Pape)

[Seite 1280] ein für allemal, ganz und gar, Od. 21, 349 u. sonst; οὕτω κ. πέπρακεν ἑαυτόν Dem. 19, 118; Folgde; οὐδὲ καθάπαξ, auch nicht einmal, Pol. 1, 2, 6 u. öfter, u. a. Sp.; οὐδὲ τὸ κ. S. Emp. adv. math. 11, 97.

French (Bailly abrégé)

adv.
une fois pour toutes.
Étymologie: κατά, ἅπαξ.

Greek (Liddell-Scott)

καθάπαξ: Ἐπίρρ., ἅπαξ διὰ παντός, Ὀδ. Φ. 349, Δημ. 304. 22· - ἀκολούθως ὡς τὸ ἁπλῶς, ἅπαξ διὰ παντός, «μιὰ φορά», οἱ καθάπαξ ἐχθροὶ ὁ αὐτ. 294. 11· τοῖς καθάπαξ ἀτίμοις ὁ αὐτ. 779. 6· οὕτω καθ. πέπρακεν ἑαυτὸν 377. 7, πρβλ. 542. 24· - οὐδὲ καθάπαξ, οὐδὲ ἅπαξ, Πολύβ. 1. 2, 6., 20, 12, κτλ.

English (Autenrieth)

once for all, Od. 21.349†.

Greek Monolingual

καθάπαξ (AM)
επίρρ.
1. μια για πάντακαθάπαξ τινῶν κύριος κατέστη», Δημοσθ.)
2. γενικώς, απολύτως, ολοσχερώς, πέρα για πέρα («οἱ καθάπαξ ἐχθροὶ τῆς πόλεως», Δημοσθ.)
3. καθόλου, ουδόλως, ουδαμώς
4. μεμονωμένα, ιδιαιτέρως («οὐδὲ χωρίζεσθαι καθάπαξ», Πολ.)
5. πάπ. κάθε φορά, εκάστοτε
6. φρ. «οὐδὲ καθάπαξ» — ούτε μία φορά (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἅπαξ «μια φορά»].

Greek Monotonic

καθάπαξ: επίρρ., άπαξ, δια παντός, μια και καλή, σε Ομήρ. Οδ., Δημ.· έπειτα όπως το ἁπλῶς, μια και καλή, για τα καλά, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθάπαξ: adv. раз навсегда, совсем, полностью Hom., Dem.: οὐδὲ κ. Polyb. ни одного даже разу; οὐ τὸ κ. Sext. нисколько (не); ἀεὶ κ. Arst. решительно всегда.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθάπαξ [κατά, ἅπαξ] adv., eens en voor al, geheel en al:. καθάπαξ ξείνῳ δόμεναι (de boog) eens en voor al aan de vreemdeling schenken Od. 21.349; οἱ καθάπαξ ἐχθροί de gezworen vijanden Dem. 18.197.

Middle Liddell


once for all, Od., Dem.:—then, like ἁπλῶς, once for all, absolutely, Dem.

English (Woodhouse)

once for all

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)