μελάγχλαινος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] mit schwarzem Oberkleide, Mosch. 3, 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0118.png Seite 118]] mit schwarzem Oberkleide, Mosch. 3, 27.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au manteau noir.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[χλαῖνα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάγχλαινος''': -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν χλαῖναν, Μόσχ. 3. 27. ΙΙ. οἱ Μελάγχλαινοι, Σκυθικόν τι [[ἔθνος]] παρ’ Ἡροδ. 4. 20, κτλ.
|lstext='''μελάγχλαινος''': -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν χλαῖναν, Μόσχ. 3. 27. ΙΙ. οἱ Μελάγχλαινοι, Σκυθικόν τι [[ἔθνος]] παρ’ Ἡροδ. 4. 20, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au manteau noir.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[χλαῖνα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:44, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάγχλαινος Medium diacritics: μελάγχλαινος Low diacritics: μελάγχλαινος Capitals: ΜΕΛΑΓΧΛΑΙΝΟΣ
Transliteration A: melánchlainos Transliteration B: melanchlainos Transliteration C: melagchlainos Beta Code: mela/gxlainos

English (LSJ)

ον, A black-cloaked, Mosch.3.27 (glossed by διαυγής, Hsch.). II οἱ M., as pr. n. of a Scythian tribe, Hdt.4.20, etc.

German (Pape)

[Seite 118] mit schwarzem Oberkleide, Mosch. 3, 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au manteau noir.
Étymologie: μέλας, χλαῖνα.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγχλαινος: -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν χλαῖναν, Μόσχ. 3. 27. ΙΙ. οἱ Μελάγχλαινοι, Σκυθικόν τι ἔθνος παρ’ Ἡροδ. 4. 20, κτλ.

Greek Monolingual

μελάγχλαινος, -ον (Α)
1. αυτός που φορά μαύρη χλαίνη, μαύρο πανωφόρι, μαυροφορεμένος
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μελάγχλαινοι
ονομασία σκυθικού φύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χλαίνα (πρβλ. λεοντόχλαινος, λινόχλαινος)].

Greek Monotonic

μελάγχλαινος: -ον, I. αυτός που φορά μαύρη χλαίνη, σε Μόσχ.
II. οἱ Μελάγχλαινοι, σκυθική εθνότητα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

μελάγ-χλαινος, ον
I. black-cloaked, Mosch.
II. οἱ M., a Scythian nation, Hdt.