κατεγγύη: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1393.png Seite 1393]] ἡ, die Verbürgung, Bürgschaft, ἐμπεσόντος εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] ἀνθρώπου πρὸς κατεγγύην Dem. 25, 60, weil er keine Bürgschaft stellen konnte.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1393.png Seite 1393]] ἡ, die Verbürgung, Bürgschaft, ἐμπεσόντος εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] ἀνθρώπου πρὸς κατεγγύην Dem. 25, 60, weil er keine Bürgschaft stellen konnte.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />cautionnement, caution.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐγγύη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεγγύη''': ἡ, ἡ [[ἐγγύησις]] ἡ [[ἀσφάλεια]], ἐμπεσόντος εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] πρὸς κατεγγύην ([[διότι]] δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18.
|lstext='''κατεγγύη''': ἡ, ἡ [[ἐγγύησις]] ἡ [[ἀσφάλεια]], ἐμπεσόντος εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] πρὸς κατεγγύην ([[διότι]] δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />cautionnement, caution.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐγγύη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:27, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεγγῠη Medium diacritics: κατεγγύη Low diacritics: κατεγγύη Capitals: ΚΑΤΕΓΓΥΗ
Transliteration A: katengýē Transliteration B: katengyē Transliteration C: kateggyi Beta Code: kateggu/h

English (LSJ)

ἡ, giving of security, D.25.60.

German (Pape)

[Seite 1393] ἡ, die Verbürgung, Bürgschaft, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀνθρώπου πρὸς κατεγγύην Dem. 25, 60, weil er keine Bürgschaft stellen konnte.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
cautionnement, caution.
Étymologie: κατά, ἐγγύη.

Greek (Liddell-Scott)

κατεγγύη: ἡ, ἡ ἐγγύησιςἀσφάλεια, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον πρὸς κατεγγύην (διότι δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18.

Greek Monolingual

κατεγγύη, ἡ (Α)
εγγύηση, εγγυοδοσία, και ειδ. η εγγύηση που, κατά το αττ. δίκαιο, ήταν υποχρεωμένος ο κατηγορούμενος να δώσει, για να είναι εξασφαλισμένη η πολιτεία ότι αυτός θα πλήρωνε το πρόστιμο, αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου, ἐμπεσόντος ἀνθρώπου τινός... πρὸς κατεγγύην», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐγγύη «εγγύηση». Κατ' άλλη άποψη όμως υποχωρητικά < κατεγγυῶ (βλ. λ. εγγύη)].

Greek Monotonic

κατεγγύη: ἡ, εγγύηση ή ενέχυρο που αποδίδεται, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κατεγγύη:порука, залог, гарантия Dem.

Middle Liddell

κατ-εγγύη, ἡ,
bail or security given, Dem.