λευκήρης: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] weiß gefugt, übh. weiß, [[θρίξ]] Aesch. Pers. 1013.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] weiß gefugt, übh. weiß, [[θρίξ]] Aesch. Pers. 1013.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], ἄρω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκήρης''': -ες, [[λευκός]], λελευκασμένος, θρὶξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056.
|lstext='''λευκήρης''': -ες, [[λευκός]], λελευκασμένος, θρὶξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], ἄρω.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:39, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκήρης Medium diacritics: λευκήρης Low diacritics: λευκήρης Capitals: ΛΕΥΚΗΡΗΣ
Transliteration A: leukḗrēs Transliteration B: leukērēs Transliteration C: lefkiris Beta Code: leukh/rhs

English (LSJ)

ες, white, blanched, θρίξ A.Pers.1056, dub. in PFay.2 iii 32 (Lyr., ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 33] weiß gefugt, übh. weiß, θρίξ Aesch. Pers. 1013.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
blanc.
Étymologie: λευκός, ἄρω.

Greek (Liddell-Scott)

λευκήρης: -ες, λευκός, λελευκασμένος, θρὶξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056.

Greek Monolingual

λευκήρης, -ες (Α)
λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + επίθημα -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπήρης, ποδήρης)].

Greek Monotonic

λευκήρης: -ες (ἄρω), λευκός, ξασπρισμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λευκήρης: белый, седой (θρίξ Aesch.).

Middle Liddell

λευκ-ήρης, ες [*ἄρω]
white, blanched, Aesch.