παλίμποινος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0449.png Seite 449]] wieder vergeltend, τὸ παλ., die Vergeltung, Rache, Aesch. Ch. 782. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0449.png Seite 449]] wieder vergeltend, τὸ παλ., die Vergeltung, Rache, Aesch. Ch. 782. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>propr.</i> qui châtie en retour ; τὰ παλίμποινα ESCHL châtiment, vengeance.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ποινή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλίμποινος''': -ον, ὁ ἀνταποδίδων, [[ἐκδικητικός]], δίκαι Μάξιμ. π. καταρχ. 17. ΙΙ. παλίμποινα, τά, [[ἀνταπόδοσις]], πληρωμή, [[ἐκδίκησις]], Αἰσχύλ. Χο. 793. | |lstext='''πᾰλίμποινος''': -ον, ὁ ἀνταποδίδων, [[ἐκδικητικός]], δίκαι Μάξιμ. π. καταρχ. 17. ΙΙ. παλίμποινα, τά, [[ἀνταπόδοσις]], πληρωμή, [[ἐκδίκησις]], Αἰσχύλ. Χο. 793. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A retributive, δίκαι Max.17. II παλίμποινα, τά, retribution, repayment, A.Ch.793 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 449] wieder vergeltend, τὸ παλ., die Vergeltung, Rache, Aesch. Ch. 782.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propr. qui châtie en retour ; τὰ παλίμποινα ESCHL châtiment, vengeance.
Étymologie: πάλιν, ποινή.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμποινος: -ον, ὁ ἀνταποδίδων, ἐκδικητικός, δίκαι Μάξιμ. π. καταρχ. 17. ΙΙ. παλίμποινα, τά, ἀνταπόδοσις, πληρωμή, ἐκδίκησις, Αἰσχύλ. Χο. 793.
Greek Monolingual
παλίμποινος, -ον (Α)
1. αυτός που ανταποδίδει, εκδικητικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παλίμποινα
ανταπόδοση, εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ποινος (< ποινή)].
Greek Monotonic
πᾰλίμποινος: -ον (ποινή), εκδικητικός· παλίμποινα, τά, εκδίκηση, εξόφληση, αποπληρωμή, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίμποινος -ον [πάλιν, ποινή] subst. τὰ παλίμποινα vergelding.
Middle Liddell
πᾰλίμ-ποινος, ον, [ποινη]
retributive: παλίμποινα, ων, τά, retribution, repayment, Aesch.