παραπλέκω: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] dazwischen, darein flechten, Hippocr.; vom Haarputz der Frauenzimmer, sich Locken von fremdem Haar ansetzen, ἑαυτόν, Plut. an seni 4; auch med., Ael. H. A. 16, 11; Poll. 2, 35 erkl. es aber einfach durch [[ἀναπλέκω]] und führt παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ an, und so steht es auch Plut. Is. et Os. 15. Übertr., ὅλῃ τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται, Strab. 1, 2, 27; vgl. Plut. pr. frig. 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] dazwischen, darein flechten, Hippocr.; vom Haarputz der Frauenzimmer, sich Locken von fremdem Haar ansetzen, ἑαυτόν, Plut. an seni 4; auch med., Ael. H. A. 16, 11; Poll. 2, 35 erkl. es aber einfach durch [[ἀναπλέκω]] und führt παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ an, und so steht es auch Plut. Is. et Os. 15. Übertr., ὅλῃ τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται, Strab. 1, 2, 27; vgl. Plut. pr. frig. 15.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> tresser le long de, <i>particul.</i> tresser les cheveux le long de la tête : ἑαυτόν PLUT se faire des boucles;<br /><b>2</b> tisser avec, <i>fig.</i> insérer dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραπλέκομαι se faire des boucles.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλέκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπλέκω''': μέλλ. -ξω, [[ἐμπλέκω]], [[ἐνυφαίνω]], Ἱππ. 345. 36· μύθους Στράβ. 43· - Παθητ., ἐνυφαίνομαι, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται ὁ αὐτ. 33, πρβλ. Πλούτ. 2. 951D. II. σγουρώνω ἢ [[ἀναπλέκω]] τὴν κόμην κατὰ [[μῆκος]] τοῦ μετώπου, τὰς τρίχας Πολυδ. Β΄, 35· π. ἑαυτόν, κοσμεῖν ἑαυτὸν διὰ πλοκῆς τῆς [[κόμης]], Πλούτ. 2. 785Ε· οὕτω μέσ. παραπλέκεσθαι, Αἰλ. π. Ζ. 16. 11, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''παραπλέκω''': μέλλ. -ξω, [[ἐμπλέκω]], [[ἐνυφαίνω]], Ἱππ. 345. 36· μύθους Στράβ. 43· - Παθητ., ἐνυφαίνομαι, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται ὁ αὐτ. 33, πρβλ. Πλούτ. 2. 951D. II. σγουρώνω ἢ [[ἀναπλέκω]] τὴν κόμην κατὰ [[μῆκος]] τοῦ μετώπου, τὰς τρίχας Πολυδ. Β΄, 35· π. ἑαυτόν, κοσμεῖν ἑαυτὸν διὰ πλοκῆς τῆς [[κόμης]], Πλούτ. 2. 785Ε· οὕτω μέσ. παραπλέκεσθαι, Αἰλ. π. Ζ. 16. 11, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> tresser le long de, <i>particul.</i> tresser les cheveux le long de la tête : ἑαυτόν PLUT se faire des boucles;<br /><b>2</b> tisser avec, <i>fig.</i> insérer dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραπλέκομαι se faire des boucles.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλέκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλέκω Medium diacritics: παραπλέκω Low diacritics: παραπλέκω Capitals: ΠΑΡΑΠΛΕΚΩ
Transliteration A: paraplékō Transliteration B: paraplekō Transliteration C: parapleko Beta Code: paraple/kw

English (LSJ)

A braid or weave in, Hp.Vict.1.14: metaph., μύθους Str.1.2.35:—Pass., to be woven into, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται Id.1.2.27; τὸ μηδ' ὅλως ἐν τῷ κόσμῳ μηδαμοῦ-πεπλέχθαι κενόν Gal.4.474. II braid or curl along the forehead, τὰς τρίχας Poll.2.35; π. ἑαυτόν becurl himself, Plu.2.785e:—Med., παραπλέκεσθαι Ael.NA16.11; παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ ἡ ἀναπεπλεγμένη Poll. l.c. III mix with medicines, Ruf. ap. Orib.8.39.5, Philum. ap. eund.45.29.45, Gal.11.88; so of pigments, τὸ ξανθὸν τῷ κυανῷ π. Procop.Gaz.p.157 B.

German (Pape)

[Seite 494] dazwischen, darein flechten, Hippocr.; vom Haarputz der Frauenzimmer, sich Locken von fremdem Haar ansetzen, ἑαυτόν, Plut. an seni 4; auch med., Ael. H. A. 16, 11; Poll. 2, 35 erkl. es aber einfach durch ἀναπλέκω und führt παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ an, und so steht es auch Plut. Is. et Os. 15. Übertr., ὅλῃ τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται, Strab. 1, 2, 27; vgl. Plut. pr. frig. 15.

French (Bailly abrégé)

1 tresser le long de, particul. tresser les cheveux le long de la tête : ἑαυτόν PLUT se faire des boucles;
2 tisser avec, fig. insérer dans;
Moy. παραπλέκομαι se faire des boucles.
Étymologie: παρά, πλέκω.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλέκω: μέλλ. -ξω, ἐμπλέκω, ἐνυφαίνω, Ἱππ. 345. 36· μύθους Στράβ. 43· - Παθητ., ἐνυφαίνομαι, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται ὁ αὐτ. 33, πρβλ. Πλούτ. 2. 951D. II. σγουρώνω ἢ ἀναπλέκω τὴν κόμην κατὰ μῆκος τοῦ μετώπου, τὰς τρίχας Πολυδ. Β΄, 35· π. ἑαυτόν, κοσμεῖν ἑαυτὸν διὰ πλοκῆς τῆς κόμης, Πλούτ. 2. 785Ε· οὕτω μέσ. παραπλέκεσθαι, Αἰλ. π. Ζ. 16. 11, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. εμπλέκω ή ενυφαίνω («οἱ γναφέες... κείροντες τὰ ὑπερέχοντα καὶ παραπλέκοντες καλλίῳ ποιέουσι», Ιπποκρ.)
2. μτφ. παρεμβάλλω, παρεισάγω («ὅλη γε τῇ δραματουργία τοῦτο παραπέπλεκται», Στράβ.)
αρχ.
1. συμπλέκω, συνθέτω («μύθους παραπλέκουσιν ἑκόντες οὐκ ἀγνοίᾳ τῶν ὄντων», Στράβ.)
2. (ενεργ. και μέσ.) πλέκω ή σγουραίνω τα μαλλιά κατά μήκος του μετώπου
3. αναμιγνύω.

Greek Monotonic

παραπλέκω: μέλ. -ξω, πλέκω ή υφαίνω, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

παραπλέκω:
1) заплетать, сплетать (τὴν κόμην Plut.): π. ἑαυτόν Plut. заплетать или завивать себе волосы;
2) перен. вплетать, вставлять (ἐν μέσῳ τι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-πλέκω inweven; invlechten (van haar).

Middle Liddell

fut. ξω
to braid or weave in, Strab.