παραστείχω: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0500.png Seite 500]] ([[στείχω]]), daneben vorbei, vorübergehen, δόμοις Aesch. Ch. 561, sp. D., wie Ep. ad. 366 (IX, 679); – hineingehen, δόμους, Soph. Ant. 1255, auch c. gen., ὥς μ' ὁρᾷ ὄχου παραστείχοντα, O. R. 808; νάματα Δίρκης, Nonn. D. 46, 142.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0500.png Seite 500]] ([[στείχω]]), daneben vorbei, vorübergehen, δόμοις Aesch. Ch. 561, sp. D., wie Ep. ad. 366 (IX, 679); – hineingehen, δόμους, Soph. Ant. 1255, auch c. gen., ὥς μ' ὁρᾷ ὄχου παραστείχοντα, O. R. 808; νάματα Δίρκης, Nonn. D. 46, 142.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[παρέστιχον]];<br /><b>1</b> passer auprès de, le long de, devant, acc.;<br /><b>2</b> entrer dans, pénétrer dans, acc.;<br /><b>3</b> s'approcher de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[στείχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραστείχω''': ἀόρ. παρέστῐχον, [[στείχω]], περνῶ πλησίον, μετ’ αἰτιατ. τόπου, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 217· δόμους π. (κοινῶς δόμοις) Αἰσχύλου Χο. 568· ἀπολ., περῶ πλησίον, ὅχου παραστείχοντα τηρήσας Σοφ. Ο. Τ. 808 ([[ἔνθα]] τὸ ὄχου σημαίνει ἐκ τοῦ ἄρματος· ἀλλ’ [[ἴσως]] διορθωτέον ὄχους ἢ ὄχον), Ἀνθ. Π. 9. 679· ἐπὶ χρόνου, Νόνν. Δ. 46. 142. ΙΙ. [[εἰσέρχομαι]], δόμους Σοφ. Ἀντ. 1255.
|lstext='''παραστείχω''': ἀόρ. παρέστῐχον, [[στείχω]], περνῶ πλησίον, μετ’ αἰτιατ. τόπου, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 217· δόμους π. (κοινῶς δόμοις) Αἰσχύλου Χο. 568· ἀπολ., περῶ πλησίον, ὅχου παραστείχοντα τηρήσας Σοφ. Ο. Τ. 808 ([[ἔνθα]] τὸ ὄχου σημαίνει ἐκ τοῦ ἄρματος· ἀλλ’ [[ἴσως]] διορθωτέον ὄχους ἢ ὄχον), Ἀνθ. Π. 9. 679· ἐπὶ χρόνου, Νόνν. Δ. 46. 142. ΙΙ. [[εἰσέρχομαι]], δόμους Σοφ. Ἀντ. 1255.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[παρέστιχον]];<br /><b>1</b> passer auprès de, le long de, devant, acc.;<br /><b>2</b> entrer dans, pénétrer dans, acc.;<br /><b>3</b> s'approcher de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[στείχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστείχω Medium diacritics: παραστείχω Low diacritics: παραστείχω Capitals: ΠΑΡΑΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: parasteíchō Transliteration B: parasteichō Transliteration C: parasteicho Beta Code: parastei/xw

English (LSJ)

aor. παρέστῐχον, A go past, pass by, c. acc. loci, h.Ap. 217; δόμους π. (prob. for δόμοις) A.Ch.568: abs., pass by, S.OT808 (sed leg. ὄχους), AP9.679, Sammelb. 4312.9 (Ptolemaic), Ath.Mitt. 17.272 (ii A. D.). 2 transgress, ἤν τι τούτων ὧν λέγω -στείξῃς Herod.5.50. II pass into, enter, δόμους S.Ant.1255.

German (Pape)

[Seite 500] (στείχω), daneben vorbei, vorübergehen, δόμοις Aesch. Ch. 561, sp. D., wie Ep. ad. 366 (IX, 679); – hineingehen, δόμους, Soph. Ant. 1255, auch c. gen., ὥς μ' ὁρᾷ ὄχου παραστείχοντα, O. R. 808; νάματα Δίρκης, Nonn. D. 46, 142.

French (Bailly abrégé)

ao.2 παρέστιχον;
1 passer auprès de, le long de, devant, acc.;
2 entrer dans, pénétrer dans, acc.;
3 s'approcher de, gén..
Étymologie: παρά, στείχω.

Greek (Liddell-Scott)

παραστείχω: ἀόρ. παρέστῐχον, στείχω, περνῶ πλησίον, μετ’ αἰτιατ. τόπου, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 217· δόμους π. (κοινῶς δόμοις) Αἰσχύλου Χο. 568· ἀπολ., περῶ πλησίον, ὅχου παραστείχοντα τηρήσας Σοφ. Ο. Τ. 808 (ἔνθα τὸ ὄχου σημαίνει ἐκ τοῦ ἄρματος· ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ὄχους ἢ ὄχον), Ἀνθ. Π. 9. 679· ἐπὶ χρόνου, Νόνν. Δ. 46. 142. ΙΙ. εἰσέρχομαι, δόμους Σοφ. Ἀντ. 1255.

Greek Monolingual

Α
1. περνώ κοντά, διαβαίνω πλησίον («δόμους παραστείχοντα», Αισχύλ.)
2. παραβαίνω («ἤν τι τούτων ὧν λέγω παραστείξης», Ηρώνδ.
3. εισέρχομαι («δόμους παραστείχοντες», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + στείχω «περπατώ, βαδίζω»].

Greek Monotonic

παραστείχω: αόρ. βʹ παρέστῐχον,
I. πηγαίνω ή περνώ δίπλα από, με αιτ. τόπου, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.· απόλ., σε Σοφ.
II. εισέρχομαι, μπαίνω, δόμους, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παραστείχω: (aor. 2 παρέστιχον)
1) проходить мимо (δόμους Aesch.);
2) входить (δόμους Soph.);
3) приближаться (ὄχου Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-στείχω, met acc. voorbijgaan. binnengaan.

Middle Liddell

aor2 παρέστῐχον
I. to go past, pass by, c. acc. loci, Hhymn., Aesch.: absol., Soph.
II. to pass into, enter, δόμους Soph.