πικρόχολος: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0615.png Seite 615]] von, mit bitterer Galle, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0615.png Seite 615]] von, mit bitterer Galle, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a une bile amère ; <i>fig.</i> acariâtre, acerbe.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]], [[χόλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πικρόχολος''': -ον, ὁ [[πλήρης]] πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μελάγχολος]]· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. [[ὀξύθυμος]], [[ὀργίλος]], Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μελαγχολία]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. | |lstext='''πικρόχολος''': -ον, ὁ [[πλήρης]] πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μελάγχολος]]· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. [[ὀξύθυμος]], [[ὀργίλος]], Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μελαγχολία]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, full of bitter bile, bilious, opp. μελάγχολος ; οἱ π. τὰ ἄνω Hp.Acut.34, cf. 61, Aret.SA 1.5; π. χυμός Gal.6.247: metaph., splenetic, AP7.69 (Jul.).
German (Pape)
[Seite 615] von, mit bitterer Galle, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une bile amère ; fig. acariâtre, acerbe.
Étymologie: πικρός, χόλος.
Greek (Liddell-Scott)
πικρόχολος: -ον, ὁ πλήρης πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελάγχολος· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. ὀξύθυμος, ὀργίλος, Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελαγχολία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.
Greek Monolingual
-η, -ο / πικρόχολος, -ον, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή χολή, δύσθυμος, στρυφνός, αντιπαθητικός
2. γεμάτος πικράδα, γεμάτος κακία (α. «πικρόχολη απάντηση» β. «πικρόχολα λόγια»)
μσν.-αρχ.
χολώδης, χολερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + χόλος (πρβλ. μελάγ-χολος)].
Greek Monotonic
πικρόχολος: -ον, αυτός που είναι γεμάτος με πικρή χολή, κακόβουλος, μοχθηρός, πικρόχολος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πικρόχολος: желчный, язвительный (στόμα Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πικρόχολος -ον [πικρός, χολή] vol gal.