πολυδίψιος: Difference between revisions
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0662.png Seite 662]] viel durstend; daher vom Lande = sehr dürr, wasserarm; [[Ἄργος]], Il. 4, 171, was Sp. nachahmen, wie Luc. Mar. D. 6, 2; andere alte Ausleger erklärten es = [[πολυπόθητος]], wonach man durstet, sehr ersehnt, vgl. Ath. X, 433 e, oder lasen nach Strab. 8, 6, 7 gar [[πολυΐψιος]], sehr verderblich, denn es sei nicht wasserarm; aber nach den alten Mythen [[Ἄργος]] ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον, Hes. frg. 58. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0662.png Seite 662]] viel durstend; daher vom Lande = sehr dürr, wasserarm; [[Ἄργος]], Il. 4, 171, was Sp. nachahmen, wie Luc. Mar. D. 6, 2; andere alte Ausleger erklärten es = [[πολυπόθητος]], wonach man durstet, sehr ersehnt, vgl. Ath. X, 433 e, oder lasen nach Strab. 8, 6, 7 gar [[πολυΐψιος]], sehr verderblich, denn es sei nicht wasserarm; aber nach den alten Mythen [[Ἄργος]] ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον, Hes. frg. 58. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />très altéré, desséché, aride ; dont on a grande soif, très désiré.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δίψα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠδίψιος''': -ον, ([[δίψα]]) ὁ πολὺ διψῶν, ἐπὶ ἀνύδρων ἢ πασχόντων λειψυδρίαν τόπων, π. Ἄργος Ἰλ. Δ. 171. Ὁ Ἀθήν. 433Ε καὶ ὁ Στράβ. 370 ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[πολυπόθητος]], ὁ [[σφόδρα]] ποθούμενος ὑπὸ τῶν μακρὰν ὄντων Ἑλλήνων· ὁ δὲ Στράβ. [[μάλιστα]] προτείνει [[πολυΐψιος]] (ἐκ τοῦ ἴπτω), [[λίαν]] καταστρεπτικός, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ Ἄργος δὲν ἔπασχεν ἐξ ἀνυδρίας· ― ἐλησμόνησεν [[ὅμως]] τὸν μῦθον καθ’ ὃν δὲν εἶχεν [[ὕδωρ]] ἕως οὗ τὸ Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον (Ἡσ. Ἀποσπ. 58). | |lstext='''πολῠδίψιος''': -ον, ([[δίψα]]) ὁ πολὺ διψῶν, ἐπὶ ἀνύδρων ἢ πασχόντων λειψυδρίαν τόπων, π. Ἄργος Ἰλ. Δ. 171. Ὁ Ἀθήν. 433Ε καὶ ὁ Στράβ. 370 ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[πολυπόθητος]], ὁ [[σφόδρα]] ποθούμενος ὑπὸ τῶν μακρὰν ὄντων Ἑλλήνων· ὁ δὲ Στράβ. [[μάλιστα]] προτείνει [[πολυΐψιος]] (ἐκ τοῦ ἴπτω), [[λίαν]] καταστρεπτικός, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ Ἄργος δὲν ἔπασχεν ἐξ ἀνυδρίας· ― ἐλησμόνησεν [[ὅμως]] τὸν μῦθον καθ’ ὃν δὲν εἶχεν [[ὕδωρ]] ἕως οὗ τὸ Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον (Ἡσ. Ἀποσπ. 58). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 08:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (δίψα) very thirsty, of ill-watered countries, Ἄργος Il.4.171, Q.S.3.570. (Expld. as = πολυπόθητος by Str.8.6.7, Ath.10.433e; Str.also suggests πολυΐψιος (fr. ἴπτω), much-destroyed.)
German (Pape)
[Seite 662] viel durstend; daher vom Lande = sehr dürr, wasserarm; Ἄργος, Il. 4, 171, was Sp. nachahmen, wie Luc. Mar. D. 6, 2; andere alte Ausleger erklärten es = πολυπόθητος, wonach man durstet, sehr ersehnt, vgl. Ath. X, 433 e, oder lasen nach Strab. 8, 6, 7 gar πολυΐψιος, sehr verderblich, denn es sei nicht wasserarm; aber nach den alten Mythen Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον, Hes. frg. 58.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très altéré, desséché, aride ; dont on a grande soif, très désiré.
Étymologie: πολύς, δίψα.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠδίψιος: -ον, (δίψα) ὁ πολὺ διψῶν, ἐπὶ ἀνύδρων ἢ πασχόντων λειψυδρίαν τόπων, π. Ἄργος Ἰλ. Δ. 171. Ὁ Ἀθήν. 433Ε καὶ ὁ Στράβ. 370 ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ πολυπόθητος, ὁ σφόδρα ποθούμενος ὑπὸ τῶν μακρὰν ὄντων Ἑλλήνων· ὁ δὲ Στράβ. μάλιστα προτείνει πολυΐψιος (ἐκ τοῦ ἴπτω), λίαν καταστρεπτικός, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ Ἄργος δὲν ἔπασχεν ἐξ ἀνυδρίας· ― ἐλησμόνησεν ὅμως τὸν μῦθον καθ’ ὃν δὲν εἶχεν ὕδωρ ἕως οὗ τὸ Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον (Ἡσ. Ἀποσπ. 58).
English (Autenrieth)
(δίψα): very thirsty, dry, epithet of Argos, Il. 4.171†.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τόπο) άνυδρος, ξηρός ή, κατ' άλλους, πολυπόθητος («πολυδίψιον Ἄργος ἱκοίμην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δίψιος «διψασμένος» (πρβλ. υπο-δίψιος)].
Greek Monotonic
πολῠδίψιος: -ον, πολύ διψασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πολυδίψιος: сильно жаждущий, т. е. безводный (Ἄργος Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυδίψιος -ον [πολύς, δίψα] zeer dorstig, zeer droog.