πολυφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] viel tragend, fruchtbar, Plat. Legg. IV, 705 b. – Auch [[δαίμων]], der vielerlei Schicksale herbeiführt, Ar. Plut. 853.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] viel tragend, fruchtbar, Plat. Legg. IV, 705 b. – Auch [[δαίμων]], der vielerlei Schicksale herbeiführt, Ar. Plut. 853.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui produit beaucoup, très fertile;<br /><b>2</b> qui amène des retours de fortune, des vicissitudes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῡφόρος''': -ον, ὁ πολλὰ φέρων, π. καὶ παμφόρος Πλάτ. Νόμ. 705Β, πρβλ. Στράβ. 284. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ φέρῃ πολὺ [[ὕδωρ]], δηλ. νὰ ἀναμιχθῇ μετὰ πολλοῦ ὕδατος, ἐπὶ δυνατοῦ οἴνου, Γαλην. 11. 93, Γεωπ. 7. 23· πρβλ. [[ὀλιγοφόρος]]· ― μεταφορ., πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, ἀνεμίχθην μὲ δαίμονα πολὺ ἰσχυρὸν πρὸς τὸ κακό, «πολλά μοι κακὰ ὑφ’ ἕνα καιρὸν ἄγοντι ἢ ποικίλα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 853.
|lstext='''πολῡφόρος''': -ον, ὁ πολλὰ φέρων, π. καὶ παμφόρος Πλάτ. Νόμ. 705Β, πρβλ. Στράβ. 284. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ φέρῃ πολὺ [[ὕδωρ]], δηλ. νὰ ἀναμιχθῇ μετὰ πολλοῦ ὕδατος, ἐπὶ δυνατοῦ οἴνου, Γαλην. 11. 93, Γεωπ. 7. 23· πρβλ. [[ὀλιγοφόρος]]· ― μεταφορ., πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, ἀνεμίχθην μὲ δαίμονα πολὺ ἰσχυρὸν πρὸς τὸ κακό, «πολλά μοι κακὰ ὑφ’ ἕνα καιρὸν ἄγοντι ἢ ποικίλα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 853.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui produit beaucoup, très fertile;<br /><b>2</b> qui amène des retours de fortune, des vicissitudes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠφόρος Medium diacritics: πολυφόρος Low diacritics: πολυφόρος Capitals: ΠΟΛΥΦΟΡΟΣ
Transliteration A: polyphóros Transliteration B: polyphoros Transliteration C: polyforos Beta Code: polufo/ros

English (LSJ)

ον (parox.), A bearing much, that yields much, very productive, productive, fertile, very fertile, prolific, πολυφόρος καὶ παμφόρος Pl.Lg. 705b, cf. Str.6.3.9: Comp. πολυφορώτεροι, φοινικῶνες J.BJ4.8.2. 2 metaph., χρόνος πολυφόρος πονηρίας ib.7.8.1: Sup., τὸ κακὸν πολυφορώτατον Ph. 1.361. II that will bear much water, opp. ὀλιγοφόρος, of strong wine, Gal.15.669, Gp.7.23: metaph., πολυφόρῳ δαίμονι δυγκεκρᾶσθαι to have a fortune that wants tempering, Ar.Pl.853.

German (Pape)

[Seite 676] viel tragend, fruchtbar, Plat. Legg. IV, 705 b. – Auch δαίμων, der vielerlei Schicksale herbeiführt, Ar. Plut. 853.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui produit beaucoup, très fertile;
2 qui amène des retours de fortune, des vicissitudes.
Étymologie: πολύς, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

πολῡφόρος: -ον, ὁ πολλὰ φέρων, π. καὶ παμφόρος Πλάτ. Νόμ. 705Β, πρβλ. Στράβ. 284. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ φέρῃ πολὺ ὕδωρ, δηλ. νὰ ἀναμιχθῇ μετὰ πολλοῦ ὕδατος, ἐπὶ δυνατοῦ οἴνου, Γαλην. 11. 93, Γεωπ. 7. 23· πρβλ. ὀλιγοφόρος· ― μεταφορ., πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, ἀνεμίχθην μὲ δαίμονα πολὺ ἰσχυρὸν πρὸς τὸ κακό, «πολλά μοι κακὰ ὑφ’ ἕνα καιρὸν ἄγοντι ἢ ποικίλα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 853.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για γη, τόπο, δένδρο, φυτό) αυτός που αποφέρει πολλά, γόνιμος, παραγωγικός, πολύκαρπος
αρχ.
1. (για δυνατό κρασί) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ νερό, να νοθευθεί με μεγάλη ποσότητα νερού
2. μτφ. α) ο υπαίτιος για πολλές καταστάσεις («χρόνος... πονηρίας πολυφόρος», Ιώσ.)
β) αυτός που προκαλεί πολλά κακά, πολλές συμφορές («πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. τελεσφόρος.

Greek Monotonic

πολῠφόρος: -ον (φέρω),
I. αυτός που υπομένει πολλά
II. αυτός που μπορεί να αναμιχθεί με πολύ νερό, λέγεται για δυνατό κρασί, μεταφ., πολυφόρῳ δαίμονι συγκεκρᾶσθαι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πολυφόρος:
1) приносящий многое, весьма производительный (ἡ πόλις Plat.);
2) несущий много превратностей (δαίμων Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυφόρος -ον [πολύς, φέρω] veel opbrengend, vruchtbaar. geconcentreerd (van wijn die sterk verdund kan worden); overdr.. οὕτω πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι in zulke diksap van ellende ben ik vermengd geraakt (d.w.z. ik zit tot over mijn nek in de puree) Aristoph. Pl. 853.

Middle Liddell

πολῠ-φόρος, ον, φέρω
I. bearing much, Plat.
II. that will bear much water, of strong wine: metaph., πολυφόρῳ δαίμονι συγκεκρᾶσθαι to have a fortune that wants tempering, Ar.