Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυειδής: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0662.png Seite 662]] ές, von allen Arten, vielgestaltig; Ggstz von [[μονοειδής]], Plat. Rep. X, 612 a; von ἁπλοῦν, Phaedr. 238 a; πολυειδέστατον καὶ ποικιλώτατον [[γένος]], Tim. Locr. 101 b; πολυειδῆ φθέγγεσθαι, durch einander, Thuc. 7, 71; [[μορφή]], Luc. de Dea Syr. 32; βίοι, Gall. 15; [[πολίτευμα]], Pol. 24, 9, 3; a. Sp., auch adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0662.png Seite 662]] ές, von allen Arten, vielgestaltig; Ggstz von [[μονοειδής]], Plat. Rep. X, 612 a; von ἁπλοῦν, Phaedr. 238 a; πολυειδέστατον καὶ ποικιλώτατον [[γένος]], Tim. Locr. 101 b; πολυειδῆ φθέγγεσθαι, durch einander, Thuc. 7, 71; [[μορφή]], Luc. de Dea Syr. 32; βίοι, Gall. 15; [[πολίτευμα]], Pol. 24, 9, 3; a. Sp., auch adv.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de différentes sortes, varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυειδής''': -ές, ὁ ἐκ πολλῶν εἰδῶν ἀποτελούμενος, πολυειδῆ [[φθέγγομαι]], [[ἐκβάλλω]] φωνὰς πολλῶν εἰδῶν, Θουκ. 7. 71· ἀντίθετον τῷ [[μονοειδής]], Πλάτ. Πολ. 612Α· τῷ [[ἁπλοῦς]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 238Α· τὸ δεινόν... καὶ π. θρέμμα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 590Α, πρβλ. Φαίδωνα 80Β· τὸ π. = [[πολυειδία]], Ἀριστ. π. Χρωμ. 3. 1. Ἐπίρρ. -δῶς, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 26.
|lstext='''πολυειδής''': -ές, ὁ ἐκ πολλῶν εἰδῶν ἀποτελούμενος, πολυειδῆ [[φθέγγομαι]], [[ἐκβάλλω]] φωνὰς πολλῶν εἰδῶν, Θουκ. 7. 71· ἀντίθετον τῷ [[μονοειδής]], Πλάτ. Πολ. 612Α· τῷ [[ἁπλοῦς]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 238Α· τὸ δεινόν... καὶ π. θρέμμα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 590Α, πρβλ. Φαίδωνα 80Β· τὸ π. = [[πολυειδία]], Ἀριστ. π. Χρωμ. 3. 1. Ἐπίρρ. -δῶς, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 26.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de différentes sortes, varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυειδής Medium diacritics: πολυειδής Low diacritics: πολυειδής Capitals: ΠΟΛΥΕΙΔΗΣ
Transliteration A: polyeidḗs Transliteration B: polyeidēs Transliteration C: polyeidis Beta Code: polueidh/s

English (LSJ)

ές, A of many kinds or forms, πολυειδῆ φθέγγεσθαι utter cries of divers kinds, Th.7.71; opp. μονοειδής, Pl.R.612a; opp. ἁπλοῦς, Id.Phdr.238a codd.; τὸ δεινὸν… καὶ π. θρέμμα Id.R.590a, cf. Phd.80b; λόγος Hippias6; of music, Phld.Mus.p.64K. (Sup.); τὸ π., = πολυειδία, τῶν χρωμάτων Arist.Col. 792b33: Comp. -έστερος D.H.Comp.19: Sup. -έστατος Ti.Locr.101b. Adv. -δῶς D.H.Comp.26, Gal.10.113, Iamb.Myst.1.1, al. II π. τροχίσκος, ὁ, name of a lozenge, Aët.12.64 bis (nisi leg. Πολυείδου).

German (Pape)

[Seite 662] ές, von allen Arten, vielgestaltig; Ggstz von μονοειδής, Plat. Rep. X, 612 a; von ἁπλοῦν, Phaedr. 238 a; πολυειδέστατον καὶ ποικιλώτατον γένος, Tim. Locr. 101 b; πολυειδῆ φθέγγεσθαι, durch einander, Thuc. 7, 71; μορφή, Luc. de Dea Syr. 32; βίοι, Gall. 15; πολίτευμα, Pol. 24, 9, 3; a. Sp., auch adv.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de différentes sortes, varié.
Étymologie: πολύς, εἶδος.

Greek (Liddell-Scott)

πολυειδής: -ές, ὁ ἐκ πολλῶν εἰδῶν ἀποτελούμενος, πολυειδῆ φθέγγομαι, ἐκβάλλω φωνὰς πολλῶν εἰδῶν, Θουκ. 7. 71· ἀντίθετον τῷ μονοειδής, Πλάτ. Πολ. 612Α· τῷ ἁπλοῦς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 238Α· τὸ δεινόν... καὶ π. θρέμμα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 590Α, πρβλ. Φαίδωνα 80Β· τὸ π. = πολυειδία, Ἀριστ. π. Χρωμ. 3. 1. Ἐπίρρ. -δῶς, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 26.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από πολλά είδη, ποικίλος (α. «δάση πολυειδών δένδρων και ανθέων», Αραβ. Μυθ.
β. «πολυειδέστατον και ποικιλότατον γένος», Τίμ. Λοκρ.)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυειδές
(για χρώματα) η πολυειδία
2. φρ. α) «πολυειδῆ φθέγγομαι» — βγάζω ποικίλες φωνές
β. «πολυειδὴς τροχίσκος» — ονομασία παστίλιας.
επίρρ...
πολυειδώς / πολυειδῶς ΝΜΑ
ποικιλοτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -είδης].

Greek Monotonic

πολυειδής: -ές (εἶδος), αυτός που αποτελείται από πολλά είδη, σε Θουκ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πολυειδής: многообразный, разнообразный, различный Plat., Polyb., Luc.: πολυειδῆ φθέγγεσθαι Thuc. издавать самые разнообразные возгласы.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυειδής -ές [πολύς, εἶδος] veelvormig, veelsoortig:; πολυειδῆ φθέγγεσθαι veelsoortige geluiden produceren Thuc. 7.71.4; εἴτε πολυειδὴς εἴτε μονοειδής hetzij veelvormig, hetzij éénvormig Plat. Resp. 612a; subst. τὸ πολυειδές verscheidenheid. Luc. 24.4.

Middle Liddell

πολυ-ειδής, ές εἶδος
of many kinds, Thuc., Plat.