προεκθέω: Difference between revisions

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0718.png Seite 718]] (s. θέω), voran od. vorher herauslaufen, Thuc. 7, 30 u. Folgde, wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0718.png Seite 718]] (s. θέω), voran od. vorher herauslaufen, Thuc. 7, 30 u. Folgde, wie Plut.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> s'élancer en avant;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> devancer : λογισμοῦ PLUT un raisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐκθέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προεκθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[ἐκθέω]], [[τρέχω]] ἔξω πρότερον, ἐξορμῶ ἐκ τῶν τάξεων τοῦ στρατοῦ, ἐξορμῶ μετὰ σπουδῆς, Θουκ. 7. 30, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12, κτλ. 2) μεταφορ., [[ὑπερβαίνω]], [[προτρέχω]], νικῶ εἰς ταχύτητα, λογισμοῦ Πλούτ. 2. 446Ε· ὁ [[λόγος]] προεκθεῖ Αἰλ. π. Ζ. 13. 11.
|lstext='''προεκθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[ἐκθέω]], [[τρέχω]] ἔξω πρότερον, ἐξορμῶ ἐκ τῶν τάξεων τοῦ στρατοῦ, ἐξορμῶ μετὰ σπουδῆς, Θουκ. 7. 30, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12, κτλ. 2) μεταφορ., [[ὑπερβαίνω]], [[προτρέχω]], νικῶ εἰς ταχύτητα, λογισμοῦ Πλούτ. 2. 446Ε· ὁ [[λόγος]] προεκθεῖ Αἰλ. π. Ζ. 13. 11.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> s'élancer en avant;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> devancer : λογισμοῦ PLUT un raisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐκθέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:27, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκθέω Medium diacritics: προεκθέω Low diacritics: προεκθέω Capitals: ΠΡΟΕΚΘΕΩ
Transliteration A: proekthéō Transliteration B: proektheō Transliteration C: proektheo Beta Code: proekqe/w

English (LSJ)

A run out before, sally from the ranks, rush on, Th.7.30, J.BJ2.16.2, Arr.An.1.1.12; ἐν τοῖς δρόμοις Jul.Or.2.69d. 2 metaph., outrun, τοῦ λογισμοῦ Plu.2.446d; ὁ λόγος προεκθεῖ Ael.NA13.11.

German (Pape)

[Seite 718] (s. θέω), voran od. vorher herauslaufen, Thuc. 7, 30 u. Folgde, wie Plut.

French (Bailly abrégé)

1 s'élancer en avant;
2 fig. devancer : λογισμοῦ PLUT un raisonnement.
Étymologie: πρό, ἐκθέω.

Greek (Liddell-Scott)

προεκθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ἐκθέω, τρέχω ἔξω πρότερον, ἐξορμῶ ἐκ τῶν τάξεων τοῦ στρατοῦ, ἐξορμῶ μετὰ σπουδῆς, Θουκ. 7. 30, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12, κτλ. 2) μεταφορ., ὑπερβαίνω, προτρέχω, νικῶ εἰς ταχύτητα, λογισμοῦ Πλούτ. 2. 446Ε· ὁ λόγος προεκθεῖ Αἰλ. π. Ζ. 13. 11.

Greek Monolingual

Α
1. (ιδίως για στρ. τμήμα) εξορμώ γρήγορα («οἱ τοξόται βάλλοντες τοὺς προεκθέοντας τῶν Θρακῶν ἀνέστελλον», Αρρ.)
2. μτφ. προτρέχω, υπερβαίνω, ξεπερνώ («προεκθεῖν τοῦ λογισμοῦ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκθέω «τρέχω έξω, εξορμώ»].

Greek Monotonic

προεκθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω έξω εκ των προτέρων, εξορμώ από τις τάξεις του στρατού, εξορμώ με γρηγοράδα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προεκθέω:
1) выбегать вперед Thuc.;
2) забегать вперед (π. τοῦ λογισμοῦ Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκθέω vooruitrennen.

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
to run out before, sally from the ranks, rush on, Thuc.