προκόλπιον: Difference between revisions
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0731.png Seite 731]] τό, das sich vor der Brust faltende Kleid od. Gewand, der Busen; Theophr. char. 6, 4. 22, 2, Luc. Pisc. 7 u. öfter. – Auch der vordere Theil eines Meerbusens, Hafens, Ach. Tat. 1, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0731.png Seite 731]] τό, das sich vor der Brust faltende Kleid od. Gewand, der Busen; Theophr. char. 6, 4. 22, 2, Luc. Pisc. 7 u. öfter. – Auch der vordere Theil eines Meerbusens, Hafens, Ach. Tat. 1, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> partie de vêtement qui couvre le sein;<br /><b>2</b> partie antérieure <i>ou</i> entrée d'un golfe.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κόλπος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκόλπιον''': τό, ([[κόλπος]]) τὸ πρὸ τοῦ κόλπου διπλούμενον [[μέρος]] τοῦ ἱματίου, Θεοφρ. Χαρ. 6 καὶ 22, Λουκ. κλπ.· θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ πρ. φέρει [[ἀργύριον]] Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1. ΙΙ. μικρὸς [[κόλπος]] πρὸ λιμένος ἢ κόλπου, τοῦ λιμένος εἰς τὸ [[προκόλπιον]] Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1, ἴδε Ἰακώψ. ἐν τόπῳ. | |lstext='''προκόλπιον''': τό, ([[κόλπος]]) τὸ πρὸ τοῦ κόλπου διπλούμενον [[μέρος]] τοῦ ἱματίου, Θεοφρ. Χαρ. 6 καὶ 22, Λουκ. κλπ.· θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ πρ. φέρει [[ἀργύριον]] Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1. ΙΙ. μικρὸς [[κόλπος]] πρὸ λιμένος ἢ κόλπου, τοῦ λιμένος εἰς τὸ [[προκόλπιον]] Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1, ἴδε Ἰακώψ. ἐν τόπῳ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:35, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, (κόλπος) A part of a robe which falls over the breast, Thphr.Char.6.8,22.7, Luc.Pisc.7, etc.; θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ π. φέρει ἀργύριον Men.201, cf. Epit.165. II entrance into a gulf, Ach. Tat.1.1: dub. sens. in Sammelb.676.6 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 731] τό, das sich vor der Brust faltende Kleid od. Gewand, der Busen; Theophr. char. 6, 4. 22, 2, Luc. Pisc. 7 u. öfter. – Auch der vordere Theil eines Meerbusens, Hafens, Ach. Tat. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 partie de vêtement qui couvre le sein;
2 partie antérieure ou entrée d'un golfe.
Étymologie: πρό, κόλπος.
Greek (Liddell-Scott)
προκόλπιον: τό, (κόλπος) τὸ πρὸ τοῦ κόλπου διπλούμενον μέρος τοῦ ἱματίου, Θεοφρ. Χαρ. 6 καὶ 22, Λουκ. κλπ.· θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ πρ. φέρει ἀργύριον Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1. ΙΙ. μικρὸς κόλπος πρὸ λιμένος ἢ κόλπου, τοῦ λιμένος εἰς τὸ προκόλπιον Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1, ἴδε Ἰακώψ. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
το, Α
1. το τμήμα ιματίου που διπλωνόταν μπροστά από το στήθος
2. μικρός κόλπος πριν από λιμάνι ή άλλο κόλπο, είσοδος, στόμιο κόλπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κόλπιον (< κόλπος), πρβλ. ἐγ-κόλπιον].
Greek Monotonic
προκόλπιον: τό, ύφασμα που πέφτει γύρω από το στήθος, σε Θεόφρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προκόλπιον -ου, τό [πρό, κόλπος] kledingplooi op borsthoogte borstzak.
Russian (Dvoretsky)
προκόλπιον: τό пазуха Luc.
Middle Liddell
προ-κόλπιον, ου, τό,
a robe falling over the breast, Theophr.